ἀποστερητικός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aposteritikos
|Transliteration C=aposteritikos
|Beta Code=a)posterhtiko/s
|Beta Code=a)posterhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for withholding</b> by fraud, <b class="b3">γνώμη ἀ. τόκου</b> a device <b class="b2">for cheating</b> one of his interest, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>747</span>, cf. <span class="bibl">728</span>.</span>
|Definition=ἀποστερητική, ἀποστερητικόν, of or for [[withhold]]ing by [[fraud]], <b class="b3">τόκου γνώμην ἀποστερητικήν</b> a [[device]] for [[cheating]] one of his [[interest]], Ar.''Nu.''747, cf. 728.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que priva mediante fraude]] τόκου γνώμην ἀποστερητικήν plan para privar a uno de su interés</i> Ar.<i>Nu</i>.747.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0327.png Seite 327]] beraubend, betrügend, [[νοῦς]] Ar. Nub. 718. 737.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[enclin à dépouiller]], [[à voler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀποστερέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστερητικός:''' [[воровской]], [[коварный]], [[хитрый]] ([[νοῦς]], [[γνώμη]] Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀποστερητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, [[ἐπινόησις]] [[ὅπως]] μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς [[αὐτόθι]] 730.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποστερητικός]], ή, -όν (Α)<br />αυτός που αποστερεί [[κάτι]] από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστερητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[υπεξαίρεση]] ή [[εξαπάτηση]]· [[γνώμη]] ἀποστερητική τόκου, [[επινόηση]] που αποσκοπεί στην [[εξαπάτηση]] και την [[παρακράτηση]] του οφειλόμενου τόκου απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ. [[ἀποστερητρίς]], <i>-ίδος</i>, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἀποστερέω]]<br />of or for [[cheating]], [[γνώμη]] ἀπ. τόκου a [[device]] for [[cheating]] one of his [[interest]], Ar.; so fem. [[ἀποστερητρίς]].
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστερητικός Medium diacritics: ἀποστερητικός Low diacritics: αποστερητικός Capitals: ΑΠΟΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aposterētikós Transliteration B: aposterētikos Transliteration C: aposteritikos Beta Code: a)posterhtiko/s

English (LSJ)

ἀποστερητική, ἀποστερητικόν, of or for withholding by fraud, τόκου γνώμην ἀποστερητικήν a device for cheating one of his interest, Ar.Nu.747, cf. 728.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que priva mediante fraude τόκου γνώμην ἀποστερητικήν plan para privar a uno de su interés Ar.Nu.747.

German (Pape)

[Seite 327] beraubend, betrügend, νοῦς Ar. Nub. 718. 737.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à dépouiller, à voler.
Étymologie: ἀποστερέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστερητικός: воровской, коварный, хитрый (νοῦς, γνώμη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστερητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀποστέρησιν, εἰς κατάχρησιν χρημάτων ἢ κτημάτων, εἰς κλοπήν, γνώμη ἀπ. τόκου, ἐπινόησις ὅπως μὴ ἀποτίνῃ τις τὸν ὀφειλόμενον τόκον, Ἀριστοφ. Νεφ. 747, πρβλ. 728: - οὕτω, γνώμη ἀποστερητρὶς αὐτόθι 730.

Greek Monolingual

ἀποστερητικός, ή, -όν (Α)
αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον.

Greek Monotonic

ἀποστερητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για υπεξαίρεση ή εξαπάτηση· γνώμη ἀποστερητική τόκου, επινόηση που αποσκοπεί στην εξαπάτηση και την παρακράτηση του οφειλόμενου τόκου απ' αυτόν στον οποίο πρέπει να αποδοθεί, σε Αριστοφ.· ομοίως, θηλ. ἀποστερητρίς, -ίδος, στον ίδ.

Middle Liddell

[From ἀποστερέω
of or for cheating, γνώμη ἀπ. τόκου a device for cheating one of his interest, Ar.; so fem. ἀποστερητρίς.