ὀξίς: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksis
|Transliteration C=oksis
|Beta Code=o)ci/s
|Beta Code=o)ci/s
|Definition=ίδος, ἡ<span class="sense"><span class="bld">A</span>, (ὄξος) [[vinegar-cruet]], <span class="bibl">Nicostr.Com.9</span>, <span class="bibl">Axionic.7</span>, <span class="title">AJA</span>31.351(pl.), <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.402i</span><span class="bibl">i24</span> (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1488</span> : hence [[ὀξὶς χαλκῆ γέγονε]], instead of being [[κεραμεᾶ]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>812</span>; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει <span class="bibl">Sopat.19</span>; [[ὀξὶς ἢ φάλαγξ]]; (exact sense doubtful) <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1509</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> a measure, at Athens the same as [[ὀξύβαφον]], but at Cleonae, = [[κοτύλη]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>688</span>, <span class="bibl">Diph.96</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ὀξαλίς]] ''ΙΙ'', Gal.11.631 (where [[ὀξύδα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> in plural, [[ὀξίδες]] = [[acidities]], Alex. Trall.<span class="title">Febr.</span>I: sg., [[acidity]], ib.<span class="bibl">6</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ<br><span class="bld">A</span>, ([[ὄξος]]) [[vinegar-cruet]], Nicostr.Com.9, Axionic.7, ''AJA''31.351(pl.), ''PLond.''2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.''Ra.''1488: hence [[ὀξὶς χαλκῆ γέγονε]], instead of being [[κεραμεᾶ]], Ar.''Pl.''812; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19; [[ὀξὶς ἢ φάλαγξ]]; (exact sense doubtful) Ar.''V.''1509.<br><span class="bld">2</span> a measure, at Athens the same as [[ὀξύβαφον]], but at Cleonae, = [[κοτύλη]], Id.''Fr.''688, Diph.96.<br><span class="bld">II</span> = [[ὀξαλίς]] ''ΙΙ'', Gal.11.631 (where [[ὀξύδα]]).<br><span class="bld">III</span> in plural, [[ὀξίδες]] = [[acidities]], Alex. Trall.''Febr.''I: sg., [[acidity]], ib.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ὀξίδος (ἡ) :<br />][[vase pour le vinaigre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
|btext=ὀξίδος (ἡ) :<br />[[vase pour le vinaigre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> πήλινο ή μεταλλικό [[αγγείο]] για το [[ξίδι]], ξιδερό<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[μονάδα]] μέτρησης ισοδύναμη με το [[ὀξύβαφον]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[οξαλίδα]]<br /><b>4.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου με μικρό [[ανάστημα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀξίδες</i><br />οι οξύτητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λεπ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=[[ὀξίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> πήλινο ή μεταλλικό [[αγγείο]] για το [[ξίδι]], ξιδερό<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα) [[μονάδα]] μέτρησης ισοδύναμη με το [[ὀξύβαφον]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[οξαλίδα]]<br /><b>4.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] ανθρώπου με μικρό [[ανάστημα]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὀξίδες</i><br />οι οξύτητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[λεπίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[ὄξος]]), [[φιάλη]] ξιδιού, Λατ. [[acetabulum]], σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.
|lsmtext='''ὀξίς:''' -ίδος, ἡ ([[ὄξος]]), [[φιάλη]] ξιδιού, Λατ. [[acetabulum]], σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀξίς]], ίδος, ἡ, [[ὄξος]]<br />a [[vinegar]]-[[cruet]], Lat. [[acetabulum]], Ar.; applied to a [[diminutive]] [[person]], Ar.
|mdlsjtxt=[[ὀξίς]], ίδος, ἡ, [[ὄξος]]<br />a [[vinegar]]-[[cruet]], Lat. [[acetabulum]], Ar.; applied to a [[diminutive]] [[person]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίς Medium diacritics: ὀξίς Low diacritics: οξίς Capitals: ΟΞΙΣ
Transliteration A: oxís Transliteration B: oxis Transliteration C: oksis Beta Code: o)ci/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ
A, (ὄξος) vinegar-cruet, Nicostr.Com.9, Axionic.7, AJA31.351(pl.), PLond.2.402ii24 (ii B. C.); prop. of earthenware, Sch.Ar.Ra.1488: hence ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, instead of being κεραμεᾶ, Ar.Pl.812; also ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει Sopat.19; ὀξὶς ἢ φάλαγξ; (exact sense doubtful) Ar.V.1509.
2 a measure, at Athens the same as ὀξύβαφον, but at Cleonae, = κοτύλη, Id.Fr.688, Diph.96.
II = ὀξαλίς ΙΙ, Gal.11.631 (where ὀξύδα).
III in plural, ὀξίδες = acidities, Alex. Trall.Febr.I: sg., acidity, ib.6.

German (Pape)

[Seite 351] ίδος, ἡ, kleines, gew. irdenes Gefäß zum Essig, acetabulum; Ar. Ran. 1436. 1449, der aber auch Plut. 812 sagt ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε. Vgl. auch Diphil. bei Ath. II, 67 a u. ὀξίδ' ἀργυρᾶν ἔχει VI, 230 e. – Bei Ar. Vesp. 1509 eine Art Krabben: τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον, ὀξὶς ἢ φάλαγξ.

French (Bailly abrégé)

ὀξίδος (ἡ) :
vase pour le vinaigre.
Étymologie: ὀξύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀξίς: ίδος ἡ
1 уксусник (ὀ. χαλκῆ Arph.);
2 оксида (разновидность краба) Arph.;
3 Arph. = ὀξύβαφον.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίς: -ίδος, ἡ, (ὄξος) «ξιδερόν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὄξους, Λατ. acetabulum, κυρίως πήλινον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1440· ὄθεν, ὀξὶς χαλκῆ γέγονε, ἀντὶ νὰ εἶναι κεραμεᾶ, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 812· ὡσαύτως, ὀξίδ᾿ ἀργυρᾶν ἔχει Σώπατ. παρ᾿ Ἀθην. 230Ε· - ἐπὶ ἀνθρώπου σμικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀριστοφ. Σφ. 1509. 2) μέτρον τι ἐν Ἀθήναις, τὸ αὐτὸ τῷ ὀξυβάφῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 550· ἐν Κλεωναῖς = κοτύλη, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8. ΙΙ. = ὀξαλίς ΙΙ, Γαλην.

Greek Monolingual

ὀξίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πήλινο ή μεταλλικό αγγείο για το ξίδι, ξιδερό
2. (στην Αθήνα) μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το ὀξύβαφον
3. το φυτό οξαλίδα
4. (στον Αριστοφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου με μικρό ανάστημα
5. στον πληθ. αἱ ὀξίδες
οι οξύτητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λεπίς)].

Greek Monotonic

ὀξίς: -ίδος, ἡ (ὄξος), φιάλη ξιδιού, Λατ. acetabulum, σε Αριστοφ.· λέγεται για μικροσκοπικό άνθρωπο, μικρού αναστήματος άνθρωπο, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀξίς, ίδος, ἡ, ὄξος
a vinegar-cruet, Lat. acetabulum, Ar.; applied to a diminutive person, Ar.