βραχύνω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(6_13a) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrachyno | |Transliteration C=vrachyno | ||
|Beta Code=braxu/nw | |Beta Code=braxu/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[abridge]], [[shorten]], i.e. to [[be a sign of a brief attack]], Hp. ''Aph.''1.12; [[use as short]], συλλαβήν Pl.''Per.''4:—Pass., opp. [[μηκύνομαι]], Luc.''Hist.Conscr.''55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[durar menos tiempo]], [[abreviarse]] la duración de una enfermedad, Hp.<i>Aph</i>.1.12, Gal.17(2).392.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[hacerse más corto]] en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.<i>Hist.Cons</i>.55.<br /><b class="num">II</b> tr., prosod. [[pronunciar como breve]], [[abreviar]] συλλαβήν Plu.<i>Per</i>.4<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.<i>Il</i>.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.<i>Il</i>.6.268b. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0462.png Seite 462]] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> βραχυνῶ;<br />prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βραχύνω]] [[βραχύς]] bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰχύνω:''' сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρᾰχύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι βραχύ, [[συντομεύω]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4. | |lstext='''βρᾰχύνω''': μέλλ. -ῠνῶ, [[κάμνω]] τι βραχύ, [[συντομεύω]], Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[βραχύνω]]) [[βραχύς]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] βραχύτερο, [[μικραίνω]], συντομεύω2. [[καθιστώ]] βραχύ μακρό [[φωνήεν]] ή δίφθογγο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(προστ.)</b> <i>βραχύνατε</i><br />στρατιωτικό [[παράγγελμα]] για [[ελάττωση]] του βεληνεκούς στο [[πυροβολικό]] ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. υνῶ, to [[shorten]], to use as a [[short]] [[syllable]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 3 March 2024
English (LSJ)
abridge, shorten, i.e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
Spanish (DGE)
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
•en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.
German (Pape)
[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
French (Bailly abrégé)
f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύνω βραχύς bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύνω: сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
Greek Monolingual
(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
Greek Monotonic
βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.