πεῖνα: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peina
|Transliteration C=peina
|Beta Code=pei=na
|Beta Code=pei=na
|Definition=Ion. πείνη, ης, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hunger, famine</b>, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται <span class="bibl">Od. 15.407</span> ; <b class="b3">πεῖνα</b> (v.l. [[πείνη]] ) καὶ δίψα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>585a</span> ; <b class="b3">δίψαν… καὶ πεῖναν</b> ib.<span class="bibl">437d</span> ; δίψα καὶ πεῖνα <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span>414b11</span> ; πείνην τε καὶ δίψος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>34d</span> ; <b class="b3">πείνη</b> ib. <span class="bibl">31e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ly.</span>221a</span> : pl., δίψαι καὶ πεῖναι <span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span> 1389a9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">hunger</b> or <b class="b2">longing for</b> a thing, διὰ μαθημάτων πείνην <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>52a</span>. (In nom. and acc. sg. Pl. usu. has <b class="b3">πείνη -ην</b>, v. supr.)</span>
|Definition=Ion. [[πείνη]], ης, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[hunger]], [[famine]], πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407; [[πεῖνα]] ([[varia lectio|v.l.]] [[πείνη]]) καὶ δίψα [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 585a; <b class="b3">δίψαν… καὶ πεῖναν</b> ib.437d; δίψα καὶ πεῖνα Arist. ''de An.''414b11; πείνην τε καὶ δίψος [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 34d; [[πείνη]] ib. 31e, ''Ly.''221a: pl., δίψαι καὶ πεῖναι Arist. ''Rh.'' 1389a9.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[hunger]] or [[longing for]] a thing, διὰ μαθημάτων πείνην [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 52a. (In nom. and acc. sg. Pl. usually has <b class="b3">πείνη -ην</b>, v. supr.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0544.png Seite 544]] ἡ, ion. u. ev. [[πείνη]], welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit [[πένομαι]], [[πένης]]?). Hunger, <b class="b2">Hungersnoth</b>; Od. 15, 407; [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]], Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0544.png Seite 544]] ἡ, ion. u. ev. [[πείνη]], welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit [[πένομαι]], [[πένης]]?). Hunger, [[Hungersnoth]]; Od. 15, 407; [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]], Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[faim]], [[besoin de manger]].<br />'''Étymologie:''' R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. [[πένομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πεῖνα -ης, ἡ, Ion. πείνη honger; overdr.. διὰ μαθημάτων πείνην door honger naar kennis Plat. Phlb. 52a.
}}
{{elru
|elrutext='''πεῖνα:''' ион. [[πείνη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[голод]] (π. καὶ [[δίψα]] Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[жажда]], [[страсть]] (μαθημάτων Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
|lstext='''πεῖνα''': Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, [[πεῖνα]], [[λιμός]], πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· [[πεῖνα]] καὶ [[δίψα]] Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν [[αὐτόθι]] 437D· [[δίψα]] καὶ [[πεῖνα]] Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ [[δίψος]] Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη [[αὐτόθι]] 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]] πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε [[πένομαι]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />faim, besoin de manger.<br />'''Étymologie:''' R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. [[πένομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεῖνα:''' Ιων. [[πείνη]], -ης, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πείνα]], [[λιμός]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σφοδρή [[επιθυμία]] ή [[πόθος]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πεῖνα:''' Ιων. [[πείνη]], -ης, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πείνα]], [[λιμός]], σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., σφοδρή [[επιθυμία]] ή [[πόθος]] για κάποιο [[πράγμα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=πεῖνα -ης, , Ion. πείνη honger; overdr.. διὰ μαθημάτων πείνην door honger naar kennis Plat. Phlb. 52a.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> [[hunger]], [[famine]], Od., Plat.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[hunger]] or [[longing]] for a [[thing]], Plat.
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''πεῖνα:''' ион. [[πείνη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> голод (π. καὶ [[δίψα]] Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. жажда, страсть (μαθημάτων Plat.).
|woodrun=[[hunger]], [[craving for food]], [[pangs of hunger]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[hunger]], [[famine]], Od., Plat.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[hunger]] or [[longing]] for a [[thing]], Plat.
|mantxt=Ἀπό τό [[πένομαι]] (=εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν+jα → πέννα → πένα → [[πεῖνα]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[πένομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖνα Medium diacritics: πεῖνα Low diacritics: πείνα Capitals: ΠΕΙΝΑ
Transliteration A: peîna Transliteration B: peina Transliteration C: peina Beta Code: pei=na

English (LSJ)

Ion. πείνη, ης, ἡ,
A hunger, famine, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐπέρχεται Od. 15.407; πεῖνα (v.l. πείνη) καὶ δίψα Pl.R. 585a; δίψαν… καὶ πεῖναν ib.437d; δίψα καὶ πεῖνα Arist. de An.414b11; πείνην τε καὶ δίψος Pl.Phlb. 34d; πείνη ib. 31e, Ly.221a: pl., δίψαι καὶ πεῖναι Arist. Rh. 1389a9.
2 metaph., hunger or longing for a thing, διὰ μαθημάτων πείνην Pl.Phlb. 52a. (In nom. and acc. sg. Pl. usually has πείνη -ην, v. supr.)

German (Pape)

[Seite 544] ἡ, ion. u. ev. πείνη, welche Form auch Plat. Phil. 31 e Lys. 221 a u. sonst sich findet (verwandt mit πένομαι, πένης?). Hunger, Hungersnoth; Od. 15, 407; πεῖνα καὶ δίψα, Plat. Rep. IX, 585 a; Folgde; auch übertr., heftige Begierde, μαθημάτων, Plat. Phil. 52 a.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
faim, besoin de manger.
Étymologie: R. Πεν p. Σπεν, souffrir ; cf. πένομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖνα -ης, ἡ, Ion. πείνη honger; overdr.. διὰ μαθημάτων πείνην door honger naar kennis Plat. Phlb. 52a.

Russian (Dvoretsky)

πεῖνα: ион. πείνη
1 голод (π. καὶ δίψα Plat.; δίψαι καὶ πεῖναι Arst.);
2 перен. жажда, страсть (μαθημάτων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πεῖνα: Ἰων. πείνη, ης, ὡς καὶ νῦν, πεῖνα, λιμός, πείνη δ’ οὔποτε δῆμον ἐπέρχεται Ὀδ. Ο. 407· πεῖνα καὶ δίψα Πλάτ. Πολ. 585A· πεῖναν ... καὶ δίψαν αὐτόθι 437D· δίψα καὶ πεῖνα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 3, 4· ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Ἀντιγράφ. τοῦ Πλάτωνος, πείνην καὶ δίψος Φίληβ. 34D, πρβλ. 52A· πείνη αὐτόθι 31E, Λῦσις 221A· πρβλ. Piers. εἰς Μοῖριν 194, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 499· - πληθ., δίψαι καὶ πεῖναι Ἀριστοφ. Ρητ. 2. 12, 4. 2) μεταφορ., σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος πράγματός τινος, διὰ μαθημάτων πείνην Πλάτ. Φίληβ. 52A. (Kατὰ τὸ φαινόμενον ἐκ τῆς √ΠΕΝ, ἴδε πένομαι.)

Greek Monotonic

πεῖνα: Ιων. πείνη, -ης, ἡ,
1. πείνα, λιμός, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
2. μεταφ., σφοδρή επιθυμία ή πόθος για κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

1. hunger, famine, Od., Plat.
2. metaph. hunger or longing for a thing, Plat.

English (Woodhouse)

hunger, craving for food, pangs of hunger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πένομαι (=εἶμαι φτωχός). Θέμα πεν+jα → πέννα → πένα → πεῖνα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα πένομαι.