ἄοικος: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aoikos | |Transliteration C=aoikos | ||
|Beta Code=a)/oikos | |Beta Code=a)/oikos | ||
|Definition= | |Definition=ἄοικον,<br><span class="bld">A</span> [[houseless]], [[homeless]], Hes.''Op.''602, E.''Hipp.''1029, [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.''Tr.''300; of animals, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a21: Comp., D.Chr.6.62.<br><span class="bld">II</span> ἄοικος [[εἰσοίκησις]] = a [[homeless]], i.e. [[miserable]], [[home]], S.''Ph.''534, cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 17.42. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maison, sans abri;<br /><b>2</b> inhabitable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[sans maison]], [[sans abri]];<br /><b>2</b> [[inhabitable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[οἶκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄοικος:'''<br /><b class="num">1</b> [[лишенный крова]], [[бездомный]] Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.: ἐπὶ ξένης χώρας ἄ. Soph. бездомный изгнанник;<br /><b class="num">2</b> [[негодный для жилья]] ([[εἰσοίκησις]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄοικος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δική του [[οικογένεια]], [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]], η [[κατοικία]] που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή [[κατοικία]], [[τρώγλη]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἄοικος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει δική του [[οικογένεια]], [[άστεγος]], [[ανέστιος]], σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]], η [[κατοικία]] που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή [[κατοικία]], [[τρώγλη]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> houseless, [[homeless]], Hes., Soph., etc.<br /><b class="num">II.</b> [[ἄοικος]] [[εἰσοίκησις]] a [[homeless]], i. e. [[miserable]], [[home]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ἄοικον,
A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp. 203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62.
II ἄοικος εἰσοίκησις = a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn. D. 17.42.
Spanish (DGE)
-ον
1 inhóspito, inhabitable, εἰσοίκησις S.Ph.534, χώρα App.Gall.11.3, οἶκος Nonn.D.17.42, cf. Luc.Gall.17.
2 que no tiene casa de pers. θῆτά τ' ἄοικον ποιεῖσθαι ... κέλομαι y te pido que contrates un bracero sin casa Hes.Op.602, ταύτας ... ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους S.Tr.300, cf. E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, Phdr.240a, Chrysipp.Stoic.3.170, BGU 372.1.13 (II d.C.), Plu.2.155a, IM 122e.2 (IV d.C.)
•de anim. que no tiene guarida Arist.HA 488a21.
German (Pape)
[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans maison, sans abri;
2 inhabitable.
Étymologie: ἀ, οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
ἄοικος:
1 лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.: ἐπὶ ξένης χώρας ἄ. Soph. бездомный изгнанник;
2 негодный для жилья (εἰσοίκησις Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄοικος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια
μσν.- νεοελλ.
ο ακατοίκητος
νεοελλ.
άφαντος («έγινε άοικος» — εξαφανίστηκε)
αρχ.
ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» — κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη —Σοφοκλής).
Greek Monotonic
ἄοικος: -ον·
I. αυτός που δεν έχει δική του οικογένεια, άστεγος, ανέστιος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.
II. ἄοικος εἰσοίκησις, η κατοικία που δεν αξίζει να φέρει αυτό το όνομα, δηλ. άθλια, ελεεινή κατοικία, τρώγλη, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. houseless, homeless, Hes., Soph., etc.
II. ἄοικος εἰσοίκησις a homeless, i. e. miserable, home, Soph.