ὀπωπή: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opopi | |Transliteration C=opopi | ||
|Beta Code=o)pwph/ | |Beta Code=o)pwph/ | ||
|Definition=ἡ | |Definition=ἡ, ([[ὄπωπα]]) ''poet.'' for [[ὄψις]],<br><span class="bld">A</span> a [[sight]] or [[view]], ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97.<br><span class="bld">2</span> [[outward appearance]], <b class="b3">μετεβάλλετ' ὀπωπάν</b> Erinn.in ''PSI''9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.60, al.<br><span class="bld">II</span> [[sight]], [[power of seeing]], ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512.<br><span class="bld">2</span> [[eyeball]], A.R.2.109: pl., ib.445; but, [[eyes]], Id.3.1023,4.1670, Opp.''C.''3.75. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0364.png Seite 364]] das Sehen, das Gesicht; [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0364.png Seite 364]] das Sehen, das Gesicht; [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[vue]], [[action de voir]];<br /><b>2</b> [[vue]], [[regard]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄψομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπωπή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[видение]], [[узрение]]: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;<br /><b class="num">2</b> [[зрение]]: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωπή''': ἡ, ([[ὄπωπα]]) Ποιητ. ἀντὶ [[ὄψις]], θέα, [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὁρᾶν, [[ὅρασις]], χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, [[αὐτόθι]] 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75. | |lstext='''ὀπωπή''': ἡ, ([[ὄπωπα]]) Ποιητ. ἀντὶ [[ὄψις]], θέα, [[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὁρᾶν, [[ὅρασις]], χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ [[ὀφθαλμός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, [[αὐτόθι]] 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ὄπωπα]]): [[sight]], [[power]] of [[vision]], Od. 9.512 | |auten=([[ὄπωπα]]): [[sight]], [[power]] of [[vision]], Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the [[view]],’ ‘[[thine]] eyes [[have]] [[seen]],’ Od. 3.97. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπωπή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> θέα, [[βλέμμα]] («[[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> η [[αίσθηση]] της όρασης<br /><b>4.</b> ο [[βολβός]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]] («μελαινομένῃσιν | |mltxt=[[ὀπωπή]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> θέα, [[βλέμμα]] («[[ὅπως]] ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> η εξωτερική όψη, η [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> η [[αίσθηση]] της όρασης<br /><b>4.</b> ο [[βολβός]] του οφθαλμού<br /><b>5.</b> [[οφθαλμός]], [[μάτι]] («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τον παρακμ. [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[ὄδωδα]]: [[ὀδωδή]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ. | |lsmtext='''ὀπωπή:''' ἡ ([[ὄπωπα]]), ποιητ. αντί [[ὄψις]],<br /><b class="num">I.</b> [[θέα]] ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> όραση, η [[ικανότητα]] του να βλέπει [[κάποιος]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ὀπωπή]], ἡ, [[ὄπωπα]] [poetic for [[ὄψις]]<br /><b class="num">I.</b> a [[sight]] or [[view]], Od.<br /><b class="num">II.</b> [[sight]], [[power]] of [[seeing]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 17 March 2024
English (LSJ)
ἡ, (ὄπωπα) poet. for ὄψις,
A a sight or view, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς Od.3.97.
2 outward appearance, μετεβάλλετ' ὀπωπάν Erinn.in PSI9.1090.53 + 13 (p. xii), cf. Nonn. D. 2.60, al.
II sight, power of seeing, ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512.
2 eyeball, A.R.2.109: pl., ib.445; but, eyes, Id.3.1023,4.1670, Opp.C.3.75.
German (Pape)
[Seite 364] das Sehen, das Gesicht; ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, Od. 3, 97. 4, 327, wie du es sahest; auch ὅς μοι ἔφη χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, 9, 512, ich würde mein Gesicht verlieren; sp. D., Ap. Rh. 2, 109, bes. im plur., Opp. Cyn. 3, 75 u. Anth.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vue, action de voir;
2 vue, regard.
Étymologie: ὄψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωπή: ἡ
1 видение, узрение: ἀντῆσαι ὀπωπῆς Hom. лично увидеть, быть очевидцем;
2 зрение: ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom. лишиться зрения.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωπή: ἡ, (ὄπωπα) Ποιητ. ἀντὶ ὄψις, θέα, ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς, ὅ τι ἔτυχε νὰ ἴδῃς, Ὀδ. Γ. 97, Δ. 327. ΙΙ. ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ὅρασις, χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ὅτι ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Ὀδυσσέως θὰ χάσω τὸ φῶς μου, Ι. 512. 2) ὁ ὀφθαλμός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 109· πληθ., οἱ ὀφθαλμοί, αὐτόθι 445, Ὀππ. Κυν. 3. 75.
English (Autenrieth)
(ὄπωπα): sight, power of vision, Od. 9.512 ; ἤντησας ὀπωπῆς, ‘hast met the view,’ ‘thine eyes have seen,’ Od. 3.97.
Greek Monolingual
ὀπωπή, ἡ (Α)
1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» — όπως είδες, Ομ. Οδ.)
2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση
3. η αίσθηση της όρασης
4. ο βολβός του οφθαλμού
5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄπωπα (πρβλ. ὄδωδα: ὀδωδή)].
Greek Monotonic
ὀπωπή: ἡ (ὄπωπα), ποιητ. αντί ὄψις,
I. θέα ή όψη, σε Ομήρ. Οδ.
II. όραση, η ικανότητα του να βλέπει κάποιος, στο ίδ.
Middle Liddell
ὀπωπή, ἡ, ὄπωπα [poetic for ὄψις
I. a sight or view, Od.
II. sight, power of seeing, Od.