βένθος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=venthos
|Transliteration C=venthos
|Beta Code=be/nqos
|Beta Code=be/nqos
|Definition=εος, τό, poet., = [[βάθος]], [[depth]] of the sea, [[κατὰ βένθος ἁλός]] <span class="bibl">Il. 18.38</span>,<span class="bibl">49</span>; [[ἁλὸς βένθοσδε]] <span class="bibl">Od.4.780</span>, <span class="bibl">8.51</span>: in plural, ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν <span class="bibl">1.53</span>; [[ἐν βένθεσσιν ἁλός]] <span class="bibl">Il.1.358</span>; [[βένθεσι λίμνης]] <span class="bibl">13.21</span>, <span class="bibl">32</span>; also βαθείης βένθεσιν ὕλης <span class="bibl">Od.17.316</span>: metaph., [[βένθεϊ σῆς κραδίης]] = [[in the depths of your heart]] <span class="title">AP</span>5.273 (Paul. Sil.).—Used also by <span class="bibl">Emp.35.3</span>, al., <span class="bibl">Pi. <span class="title">O.</span>7.57</span>, and in lyr., <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>304</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>666</span>. (Cf. [[βαθύς]].)
|Definition=βένθεος, Att. βένθους, τό, ''poet.'', = [[βάθος]], [[depth]] of the sea, [[κατὰ βένθος ἁλός]] Il. 18.38,49; [[ἁλὸς βένθοσδε]] Od.4.780, 8.51: in plural, ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; [[ἐν βένθεσσιν ἁλός]] Il.1.358; [[βένθεσι λίμνης]] 13.21, 32; also [[βαθείης]] βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., [[βένθεϊ σῆς κραδίης]] = [[in the depths of your heart]] ''AP''5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. ''O.''7.57, and in lyr., E.''Fr.''304, Ar.''Ra.''666. (Cf. [[βαθύς]].)
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. plu. dat. -εσσιν <i>Il</i>.1.358]<br />[[profundidad]], [[abismo del mar]] κατὰ β. ἁλός <i>Il</i>.18.38, cf. E.<i>Fr</i>.304, εἰς β. ἀμαυρόν A.<i>Fr</i>.273a.6, ἐνέρτατον β. δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος β. Emp.B 84.10<br /><b class="num">•</b>frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός <i>Il</i>.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.<i>Ra</i>.666, βένθεσι λίμνης <i>Il</i>.13.21, 32, cf. Hes.<i>Th</i>.365, θαλάσσης ... βένθεα <i>Od</i>.1.53, βένθεα πόντου <i>h.Cer</i>.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.<i>O</i>.7.57, cf. Orph.<i>A</i>.68<br /><b class="num">•</b>fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης <i>Od</i>.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης <i>AP</i> 5.274 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[βαθύς]].
|dgtxt=βένθεος, τό<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. plu. dat. βένθεσσιν <i>Il</i>.1.358]<br />[[profundidad]], [[abismo del mar]] κατὰ βένθεος ἁλός <i>Il</i>.18.38, cf. E.<i>Fr</i>.304, [[εἰς βένθος ἀμαυρόν]] A.<i>Fr</i>.273a.6, ἐνέρτατον βένθος δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος βένθος Emp.B 84.10<br /><b class="num">•</b>frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός <i>Il</i>.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.<i>Ra</i>.666, βένθεσι λίμνης <i>Il</i>.13.21, 32, cf. Hes.<i>Th</i>.365, θαλάσσης ... βένθεα <i>Od</i>.1.53, βένθεα πόντου <i>h.Cer</i>.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.<i>O</i>.7.57, cf. Orph.<i>A</i>.68<br /><b class="num">•</b>fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης <i>Od</i>.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης <i>AP</i> 5.274 (Paul.Sil.).<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[βαθύς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />fond, profondeur.<br />'''Étymologie:''' poét. cf. [[βάθος]].
|btext=<i>ion.</i> βένθεος, <i>att.</i> βένθους (τό) :<br />[[fond]], [[profondeur]].<br />'''Étymologie:''' poét. cf. [[βάθος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βένθος]] -ους, zonder contr. -εος, τό [[βαθύς]] poët. voor [[βάθος]], diepte, afgrond:. κατὰ [[βένθος]] [[ἁλός]] in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.
|elnltext=[[βένθος]] βένθους, zonder contr. βένθεος, τό [[βαθύς]] poët. voor [[βάθος]], diepte, afgrond:. κατὰ [[βένθος]] [[ἁλός]] in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:19, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βένθος Medium diacritics: βένθος Low diacritics: βένθος Capitals: ΒΕΝΘΟΣ
Transliteration A: bénthos Transliteration B: benthos Transliteration C: venthos Beta Code: be/nqos

English (LSJ)

βένθεος, Att. βένθους, τό, poet., = βάθος, depth of the sea, κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38,49; ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780, 8.51: in plural, ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358; βένθεσι λίμνης 13.21, 32; also βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., βένθεϊ σῆς κραδίης = in the depths of your heart AP5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)

Spanish (DGE)

βένθεος, τό
• Morfología: [ép. plu. dat. βένθεσσιν Il.1.358]
profundidad, abismo del mar κατὰ βένθεος ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς βένθος ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον βένθος δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος βένθος Emp.B 84.10
frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).
• Etimología: v. βαθύς.

German (Pape)

[Seite 442] (Nebenform von βάθος, vgl. πάθος πένθος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένθος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, θαλάσσης πάσης βένθεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένθεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένθεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαθείης βένθεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαθείης βένθεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).

French (Bailly abrégé)

ion. βένθεος, att. βένθους (τό) :
fond, profondeur.
Étymologie: poét. cf. βάθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βένθος βένθους, zonder contr. βένθεος, τό βαθύς poët. voor βάθος, diepte, afgrond:. κατὰ βένθος ἁλός in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.

Russian (Dvoretsky)

βένθος: εος τό тж. pl.
1 глубь, глубина (ἁλός, λίμνης Hom.; ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν Pind.; βένθει τῆς κραδίης Anth.);
2 чаща, дебри (ὕλης Hom.).

Frisk Etymological English

See also: s. βαθύς.

Middle Liddell

poet. for βάθος, as πένθος for πάθος
the depth of the sea, Hom.; also in plural, θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.

English (Autenrieth)

εος (βαθύς): depth, also pl., depths; θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, Od. 1.53; βένθεα ὕλης, Od. 17.316; ἁλὸς βένθοσδε, ‘into deep water,’ Od. 4.780.

English (Slater)

βένθος
1 depth, abyss ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν (O. 7.57)

Greek Monolingual

το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς.

Greek Monotonic

βένθος: -εος, τό, ποιητ. αντί βάθος, όπως το πένθος αντί πάθος, το βάθος της θάλασσας, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.· επίσης λέγεται για το ξύλο, βένθεσιν ὕλης, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

βένθος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ βάθος, ὡς πένθος, πάθος, τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, κατὰ βένθος ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - ὡσαύτως, βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδάρω καὶ ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666.

Frisk Etymology German

βένθος: {bénthos}
See also: s. βαθύς.
Page 1,233