τοποθεσία: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(6_9) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=topothesia | |Transliteration C=topothesia | ||
|Beta Code=topoqesi/a | |Beta Code=topoqesi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[topography]], τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.42, cf. Cic.''Att.''1.16.18, Ptol.''Geog.''1.1.3.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[situation]], [[arrangement of heavenly bodies in regions]], Vett.Val.42.12.<br><span class="bld">II</span> [[description of a place]], [[to pographical account]], Cic.''Att.''1.13.5.<br><span class="bld">2</span> [[plan]], [[survey]], POxy. 100.10 (ii A. D.), etc.<br><span class="bld">3</span> [[region]], [[quarter]], PMasp. 162.9 (vi A. D.).<br><span class="bld">4</span> = [[canalis]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ἡ, 1) die Lage, Stellung eines Ortes, D. Sic. – Häufiger 2) Beschreibung der Lage eines Ortes, topographische Angabe, Cic. Att. 1, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ἡ, 1) die Lage, Stellung eines Ortes, D. Sic. – Häufiger 2) Beschreibung der Lage eines Ortes, topographische Angabe, Cic. Att. 1, 13. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τοποθεσία:''' ἡ [[местоположение]] Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τοποθεσία''': ἡ, [[θέσις]] τόπου, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κεῖται [[τόπος]] τις, Διόδ. 1. 42, κλπ. ΙΙ. περιγραφὴ τόπου, τοπογραφικὴ [[ἐξέτασις]], Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 13, 5., 16 ἐν τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | |lstext='''τοποθεσία''': ἡ, [[θέσις]] τόπου, τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] κεῖται [[τόπος]] τις, Διόδ. 1. 42, κλπ. ΙΙ. περιγραφὴ τόπου, τοπογραφικὴ [[ἐξέτασις]], Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 13, 5., 16 ἐν τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τοποθετῶ]]<br /><b>1.</b> συγκεκριμένη [[θέση]] σε έναν [[τόπο]] (α. «σε ποια [[τοποθεσία]] έγινε η [[σύγκρουση]];» β. «περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιοχή]], [[περιφέρεια]] ή [[συνοικία]] («το [[σπίτι]] τους [[είναι]] στην ωραιότερη [[τοποθεσία]] του χωριού»)<br /><b>μσν.</b><br />[[τοποθέτηση]], [[κατάταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιγραφή]], [[παρουσίαση]] τόπου<br /><b>2.</b> [[σχέδιο]], [[άποψη]]<br /><b>3.</b> [[διώρυγα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:46, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ,
A topography, τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας D.S.1.42, cf. Cic.Att.1.16.18, Ptol.Geog.1.1.3.
2 Astrol., situation, arrangement of heavenly bodies in regions, Vett.Val.42.12.
II description of a place, to pographical account, Cic.Att.1.13.5.
2 plan, survey, POxy. 100.10 (ii A. D.), etc.
3 region, quarter, PMasp. 162.9 (vi A. D.).
4 = canalis, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, 1) die Lage, Stellung eines Ortes, D. Sic. – Häufiger 2) Beschreibung der Lage eines Ortes, topographische Angabe, Cic. Att. 1, 13.
Russian (Dvoretsky)
τοποθεσία: ἡ местоположение Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τοποθεσία: ἡ, θέσις τόπου, τὸ μέρος ἔνθα κεῖται τόπος τις, Διόδ. 1. 42, κλπ. ΙΙ. περιγραφὴ τόπου, τοπογραφικὴ ἐξέτασις, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 13, 5., 16 ἐν τέλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τοποθετῶ
1. συγκεκριμένη θέση σε έναν τόπο (α. «σε ποια τοποθεσία έγινε η σύγκρουση;» β. «περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ' Αἴγυπτον χώρας», Διόδ.)
2. περιοχή, περιφέρεια ή συνοικία («το σπίτι τους είναι στην ωραιότερη τοποθεσία του χωριού»)
μσν.
τοποθέτηση, κατάταξη
αρχ.
1. περιγραφή, παρουσίαση τόπου
2. σχέδιο, άποψη
3. διώρυγα.