оставлять: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προβάλλω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἐρημόω]], [[κενόω]], [[ἐάω]], [[καταλλάσσω]], [[παρίημι]], [[προδίδωμι]], [[ἐξαλλάσσω]], [[παραχωρέω]], [[προΐημι]] | |rueltext=[[προβάλλω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἐρημόω]], [[κενόω]], [[ἐάω]], [[καταλλάσσω]], [[παρίημι]], [[προδίδωμι]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]], [[παραχωρέω]], [[προΐημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:27, 27 March 2024
Russian > Greek
προβάλλω, διαλλάσσω, ἐμπαρέχω, ἐξερημόω, χηρόω, διαμεθίημι, ἐκπρολείπω, ὑπολείπω, ἐπιλείπω, ἐπανίημι, ἐγκαταλιμπάνω, προλείπω, ἀπολήγω, μεταλήγω, μεταλλήγω, ἐγκαταλείπω, ἀπολείπω, ἐναπολείπω, καταλείπω, καλλείπω, παρακαταλείπω, ἀποστατέω, μεθίημι, μετίημι, νοσφίζω, ἐρωέω, ἐκτοπίζω, ἀπέρχομαι, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἐρημόω, κενόω, ἐάω, καταλλάσσω, παρίημι, προδίδωμι, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, παραχωρέω, προΐημι