оставлять: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(4) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]] | |rueltext=[[προβάλλω]], [[διαλλάσσω]], [[ἐμπαρέχω]], [[ἐξερημόω]], [[χηρόω]], [[διαμεθίημι]], [[ἐκπρολείπω]], [[ὑπολείπω]], [[ἐπιλείπω]], [[ἐπανίημι]], [[ἐγκαταλιμπάνω]], [[προλείπω]], [[ἀπολήγω]], [[μεταλήγω]], [[μεταλλήγω]], [[ἐγκαταλείπω]], [[ἀπολείπω]], [[ἐναπολείπω]], [[καταλείπω]], [[καλλείπω]], [[παρακαταλείπω]], [[ἀποστατέω]], [[μεθίημι]], [[μετίημι]], [[νοσφίζω]], [[ἐρωέω]], [[ἐκτοπίζω]], [[ἀπέρχομαι]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἐρημόω]], [[κενόω]], [[ἐάω]], [[καταλλάσσω]], [[παρίημι]], [[προδίδωμι]], [[ἐξαλλάσσω]], [[ἐξαλλάττω]], [[παραχωρέω]], [[προΐημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:27, 27 March 2024
Russian > Greek
προβάλλω, διαλλάσσω, ἐμπαρέχω, ἐξερημόω, χηρόω, διαμεθίημι, ἐκπρολείπω, ὑπολείπω, ἐπιλείπω, ἐπανίημι, ἐγκαταλιμπάνω, προλείπω, ἀπολήγω, μεταλήγω, μεταλλήγω, ἐγκαταλείπω, ἀπολείπω, ἐναπολείπω, καταλείπω, καλλείπω, παρακαταλείπω, ἀποστατέω, μεθίημι, μετίημι, νοσφίζω, ἐρωέω, ἐκτοπίζω, ἀπέρχομαι, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἐρημόω, κενόω, ἐάω, καταλλάσσω, παρίημι, προδίδωμι, ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, παραχωρέω, προΐημι