ζεύγλη: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Autenrieth)
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zeygli
|Transliteration C=zeygli
|Beta Code=zeu/glh
|Beta Code=zeu/glh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">loop attached to the yoke</b> (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν <span class="bibl">Il.17.440</span>; ἔζευξα . . ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>463</span>; <b class="b3">ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.31</span>; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.227</span>; <b class="b3">ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>6.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ζεῦγος]] <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1507</span> (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">cross-bar</b> of the double rudder, <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1536</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[loop attached to the yoke]] ([[ζυγόν]]), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα… ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''463; <b class="b3">ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ.</b> [[Herodotus|Hdt.]]1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.''P.''4.227; <b class="b3">ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ.</b> Luc.''DMar.''6.2.<br><span class="bld">2</span> = [[ζεῦγος]] 1.1, ''BGU''1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.<br><span class="bld">II</span> [[cross-bar]] of the double rudder, E.''Hel.''1536.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1137.png Seite 1137]] ἡ, das <b class="b2">Joch</b>, bes. der Theil des [[ζυγόν]], der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein [[ζυγόν]] zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1137.png Seite 1137]] ἡ, das [[Joch]], bes. der Teil des [[ζυγόν]], der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein [[ζυγόν]] zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ζεύγλη''': ἡ, τὸ καμπύλον [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζῴου, [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 ([[ἔνθα]] ἡ [[χαίτη]] τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ [[ζυγόν]])· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ [[ξύλον]] συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
|btext=ης (ἡ) :<br />[[partie du joug où s'emboîte le cou de l'animal]].<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζεύγλη -ης, [ζεύγνυμι] jukkussen; jukband (rond de kop van het trekdier):; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν ἀμφοτέρωθεν hun manen die aan weerszijden langs het juk vielen uit de jukband Il. 17.440; juk. dwarsbalk (aan het roer van een schip). Eur. Hel. 1536.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης () :<br />partie du joug où s’emboîte le cou de l’animal.<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
|elrutext='''ζεύγλη:''' дор. [[ζεῦγλα|ζεῦγλᾰ]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[яремный хомут]] ([[ζυγόν]] состояло из двух ζεῦγλαι) Hom., Pind., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2</b> (= [[ζυγόν]]) ярмо: ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. надеть на себя ярмо; ζ. [[δούλη]] Anth. ярмо рабства;<br /><b class="num">3</b> pl. ζεῦγλαι рулевые ремни, впосл. деревянная поперечина (для укрепления руля): πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίεσθαι Eur. опустить (в воду) руль на ремнях, т. е. поставить руль.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[yoke]]-[[cushion]], [[between]] [[neck]] and [[yoke]]. (Il.) (See [[cut]] No. 72, [[also]] 45, [[letter]] d.)
|auten=[[yoke]]-[[cushion]], [[between]] [[neck]] and [[yoke]]. (Il.) (See [[cut]] No. 72, [[also]] 45, [[letter]] d.)
}}
{{grml
|mltxt=και [[ζεύγλα]] και [[ζεύλα]], η (AM [[ζεύγλη]], Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)<br />(για υποζύγια) καμπύλο [[μέρος]] του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο [[τράχηλος]] του ζώου («[[χαίτη]] ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ [[ζυγόν]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα [[άκρα]] του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων<br /><b>2.</b> [[υποτέλεια]], [[ζυγός]] δουλείας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αφοσίωση]] στον θεό<br /><b>2.</b> ο ευλογημένος [[δεσμός]] του γάμου<br /><b>3.</b> η [[ιερωσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ζεύγος]], το [[ζευγάρι]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγνυμι]] (<b>βλ.</b> και [[ζεύγος]]). Από τον τ. [[ζεύγλα]], με [[απλοποίηση]] του συμφων. συμπλέγματος -<i>γλ</i>- σε -<i>βλ</i>-, προήλθε ο τ. [[ζεύλα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζεύγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> καμπυλωτό [[μέρος]] του ζυγού ([[ζυγόν]]) στον οποίο έμπαινε ο [[τράχηλος]] του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το [[ζυγόν]] να έχει [[δύο]] <i>ζεύγλας</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ιμάντας]] ή [[ξύλο]] που ενώνει [[δύο]] πηδάλια, σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''ζεύγλη''': ἡ, τὸ καμπύλον [[μέρος]] τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ [[τράχηλος]] τοῦ ζῴου, [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 ([[ἔνθα]] ἡ [[χαίτη]] τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ [[ζυγόν]])· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ [[ξύλον]] συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ζεύγλη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> the [[strap]] or [[loop]] of the [[yoke]] ([[ζυγόν]]) [[through]] [[which]] the beasts' heads were put, so that the [[ζυγόν]] had two ζεῦγλαι, Il. Hdt., etc.<br /><b class="num">II.</b> the [[cross]]-bar of the [[double]] [[rudder]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεύγλη Medium diacritics: ζεύγλη Low diacritics: ζεύγλη Capitals: ΖΕΥΓΛΗ
Transliteration A: zeúglē Transliteration B: zeuglē Transliteration C: zeygli Beta Code: zeu/glh

English (LSJ)

ἡ,
A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα… ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2.
2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.
II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.

German (Pape)

[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Teil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
partie du joug où s'emboîte le cou de l'animal.
Étymologie: ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζεύγλη -ης, ἡ [ζεύγνυμι] jukkussen; jukband (rond de kop van het trekdier):; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν ἀμφοτέρωθεν hun manen die aan weerszijden langs het juk vielen uit de jukband Il. 17.440; juk. dwarsbalk (aan het roer van een schip). Eur. Hel. 1536.

Russian (Dvoretsky)

ζεύγλη: дор. ζεῦγλᾰ
1 яремный хомут (ζυγόν состояло из двух ζεῦγλαι) Hom., Pind., Aesch., Her.;
2 (= ζυγόν) ярмо: ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. надеть на себя ярмо; ζ. δούλη Anth. ярмо рабства;
3 pl. ζεῦγλαι рулевые ремни, впосл. деревянная поперечина (для укрепления руля): πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίεσθαι Eur. опустить (в воду) руль на ремнях, т. е. поставить руль.

English (Autenrieth)

yoke-cushion, between neck and yoke. (Il.) (See cut No. 72, also 45, letter d.)

Greek Monolingual

και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα)
(για υποζύγια) καμπύλο μέρος του ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος του ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται στα άκρα του ζυγού ώστε να μην εξέρχονται από αυτόν οι τράχηλοι τών ζώων
2. υποτέλεια, ζυγός δουλείας
μσν.-αρχ.
1. η αφοσίωση στον θεό
2. ο ευλογημένος δεσμός του γάμου
3. η ιερωσύνη
αρχ.
1. το ζεύγος, το ζευγάρι
2. ο ιμάντας που στερεώνει τα πηδάλια («πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγνυμι (βλ. και ζεύγος). Από τον τ. ζεύγλα, με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγματος -γλ- σε -βλ-, προήλθε ο τ. ζεύλα].

Greek Monotonic

ζεύγλη: ἡ,
I. καμπυλωτό μέρος του ζυγού (ζυγόν) στον οποίο έμπαινε ο τράχηλος του ζώου που επρόκειτο να ζευχθεί, έτσι ώστε το ζυγόν να έχει δύο ζεύγλας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. ιμάντας ή ξύλο που ενώνει δύο πηδάλια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθαχαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.

Middle Liddell

ζεύγλη, ἡ,
I. the strap or loop of the yoke (ζυγόν) through which the beasts' heads were put, so that the ζυγόν had two ζεῦγλαι, Il. Hdt., etc.
II. the cross-bar of the double rudder, Eur.