προκόλπιον: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokolpion
|Transliteration C=prokolpion
|Beta Code=proko/lpion
|Beta Code=proko/lpion
|Definition=τό, (κόλπος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[part of a robe which falls over the breast]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>6.8</span>,<span class="bibl">22.7</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>7</span>, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον <span class="bibl">Men.201</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Epit.</span>165</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[entrance into a gulf]], Ach. Tat.<span class="bibl">1.1</span>: dub. sens. in <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>676.6</span> (i A.D.).</span>
|Definition=τό, ([[κόλπος]])<br><span class="bld">A</span> [[part of a robe which falls over the breast]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''6.8,22.7, Luc.''Pisc.''7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. ''Epit.''165.<br><span class="bld">II</span> [[entrance into a gulf]], Ach. Tat.1.1: dub. sens. in ''Sammelb.''676.6 (i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Teil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[partie de vêtement qui couvre le sein]];<br /><b>2</b> [[partie antérieure]] <i>ou</i> entrée d'un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=προκόλπιον -ου, τό &#91;[[πρό]], [[κόλπος]]] [[kledingplooi op borsthoogte borstzak]].
}}
{{elru
|elrutext='''προκόλπιον:''' τό [[пазуха]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''προκόλπιον''': τό, ([[κόλπος]]) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον [[μέρος]] τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει [[ἀργύριον]] Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς [[κόλπος]] πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ [[προκόλπιον]] Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie de vêtement qui couvre le sein;<br /><b>2</b> partie antérieure <i>ou</i> entrée d’un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐγ</i>-<i>κόλπιον</i>].
|mltxt=το, Α<br /><b>1.</b> το [[τμήμα]] ιματίου που διπλωνόταν [[μπροστά]] από το [[στήθος]]<br /><b>2.</b> [[μικρός]] [[κόλπος]] [[πριν]] από [[λιμάνι]] ή [[άλλο]] [[κόλπο]], [[είσοδος]], [[στόμιο]] κόλπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόλπιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]]), [[πρβλ]]. [[ἐγκόλπιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκόλπιον:''' τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το [[στήθος]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''προκόλπιον:''' τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το [[στήθος]], σε Θεόφρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.
}}
{{elru
|elrutext='''προκόλπιον:''' τό пазуха Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-κόλπιον, ου, τό,<br />a [[robe]] falling [[over]] the [[breast]], Theophr.
|mdlsjtxt=προ-κόλπιον, ου, τό,<br />a [[robe]] falling [[over]] the [[breast]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόλπιον Medium diacritics: προκόλπιον Low diacritics: προκόλπιον Capitals: ΠΡΟΚΟΛΠΙΟΝ
Transliteration A: prokólpion Transliteration B: prokolpion Transliteration C: prokolpion Beta Code: proko/lpion

English (LSJ)

τό, (κόλπος)
A part of a robe which falls over the breast, Thphr. Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165.
II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Teil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d'un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.

Russian (Dvoretsky)

προκόλπιον: τό пазуха Luc.

Greek (Liddell-Scott)

προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγκόλπιον].

Greek Monotonic

προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

προ-κόλπιον, ου, τό,
a robe falling over the breast, Theophr.