ψῆγμα: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psigma
|Transliteration C=psigma
|Beta Code=yh=gma
|Beta Code=yh=gma
|Definition=ατος, τό, ([[ψήχω]]) [[that which is rubbed]] or [[that which is scraped off]], [[shavings]], [[scrapings]], [[chips]], <b class="b3">ψῆγμα χρυσοῦ</b> [[gold]]-[[dust]], <span class="bibl">Hdt.4.195</span>; so without [[χρυσοῦ]], <span class="bibl">Id.1.93</span>, <span class="bibl">3.94</span> sq.; ψῆγμα [[χρυσότευκτος|χρυσότευκτον]] <span class="bibl">Eub.20</span>; ψήγματα ἀργυρᾶ <span class="title">Inscr.Délos</span> 442<span class="title">B</span>89 (ii B.C.); <b class="b3">πυρωθὲν ψῆγμα</b>, of [[dust]] and [[ash]]es, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>442</span> (lyr.); of [[wood]], τὰ τῶν αἰγείρων ψήγματα <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.11</span>; <b class="b3">ἥλων ψῆγμα</b> = [[χαλκοῦ ἄνθος]], Dsc.5.77; <b class="b3">μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος</b> (of [[gum]]) Id.3.22; of [[mote]]s in a [[sunbeam]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>313a20</span>, cf. <span class="bibl">304a21</span>, Plu.2.722a, and v. [[τίλα]] II.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ψήχω]]) [[that which is rubbed]] or [[that which is scraped off]], [[shavings]], [[scrapings]], [[chips]], <b class="b3">ψῆγμα χρυσοῦ</b> [[gold]]-[[dust]], [[Herodotus|Hdt.]]4.195; so without [[χρυσοῦ]], Id.1.93, 3.94 sq.; ψῆγμα [[χρυσότευκτος|χρυσότευκτον]] Eub.20; ψήγματα ἀργυρᾶ ''Inscr.Délos'' 442''B''89 (ii B.C.); <b class="b3">πυρωθὲν ψῆγμα</b>, of [[dust]] and [[ash]]es, A.''Ag.''442 (lyr.); of [[wood]], τὰ τῶν αἰγείρων ψήγματα Philostr.''Im.''1.11; <b class="b3">ἥλων ψῆγμα</b> = [[χαλκοῦ ἄνθος]], Dsc.5.77; <b class="b3">μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος</b> (of [[gum]]) Id.3.22; of [[mote]]s in a [[sunbeam]], Arist.''Cael.''313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. [[τίλα]] II.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; [[ψῆγμα]] ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Teilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; [[ψῆγμα]] ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> poussière d'or, sable d'or.<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, raclure : [[ψῆγμα]] <i>ou</i> ψήγματα χρυσοῦ, <i>ou simpl.</i> ψήγματα, paillette <i>ou</i> [[poussière d'or]], [[sable d'or]].<br />'''Étymologie:''' [[ψήχω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψήχω]]<br />that [[which]] is rubbed or scraped off, [[shavings]], [[scrapings]], chips, Lat. [[ramentum]], ψῆγμα (with or without χρυσοῦ) [[gold]] [[dust]], Hdt.; ψῆγμα πυρωθέν, i. e. [[dust]] and [[ashes]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ψήχω]]<br />that [[which]] is rubbed or scraped off, [[shavings]], [[scrapings]], chips, Lat. [[ramentum]], ψῆγμα (with or without χρυσοῦ) [[gold]] [[dust]], Hdt.; ψῆγμα πυρωθέν, i. e. [[dust]] and [[ashes]], Aesch.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀπόξυσμα]], [[μόριο]]). Ἀπό τό ψήγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆγμα Medium diacritics: ψῆγμα Low diacritics: ψήγμα Capitals: ΨΗΓΜΑ
Transliteration A: psē̂gma Transliteration B: psēgma Transliteration C: psigma Beta Code: yh=gma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ψήχω) that which is rubbed or that which is scraped off, shavings, scrapings, chips, ψῆγμα χρυσοῦ gold-dust, Hdt.4.195; so without χρυσοῦ, Id.1.93, 3.94 sq.; ψῆγμα χρυσότευκτον Eub.20; ψήγματα ἀργυρᾶ Inscr.Délos 442B89 (ii B.C.); πυρωθὲν ψῆγμα, of dust and ashes, A.Ag.442 (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψήγματα Philostr.Im.1.11; ἥλων ψῆγμα = χαλκοῦ ἄνθος, Dsc.5.77; μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος (of gum) Id.3.22; of motes in a sunbeam, Arist.Cael.313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. τίλα II.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Teilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; ψῆγμα ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rognure, raclure : ψῆγμα ou ψήγματα χρυσοῦ, ou simpl. ψήγματα, paillette ou poussière d'or, sable d'or.
Étymologie: ψήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψῆγμα -ατος, τό [ψήχω] schraapsel, stof:. πυροθὲν ψῆγμα as uit het vuur Aeschl. Ag. 442; ψῆγμα χρυσοῦ stofgoud Hdt. 1.93.1.

Russian (Dvoretsky)

ψῆγμα: ατος τό ψήχω тж. pl. оскребки, крохи, крупинки: ψῆγμα πυρωθὲν σποδοῦ Aesch. пепел; ψήγματα Her., Luc., ψῆγμα χρυσοῦ Her. или ψήγματα χρυσίου Anth., Plut., Diod. крупинки золота, золотой песок; ψῆγμα λεπτομερέστατον Arst., Plut. тончайшая пыль.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆγμα: (ψήχω) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, ἀπόξεσμα, μικρὸν τεμάχιον, μόριον, ῥίνημα, Λατ. ramentum, ψῆγμα χρυσοῦ, κόνις χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψῆγμα χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψῆγμα πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψήγματα Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε τίλαι.

Greek Monolingual

το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῦ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερόψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.

Greek Monotonic

ψῆγμα: -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ψήχω
that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, Lat. ramentum, ψῆγμα (with or without χρυσοῦ) gold dust, Hdt.; ψῆγμα πυρωθέν, i. e. dust and ashes, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=ἀπόξυσμα, μόριο). Ἀπό τό ψήγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.