σωρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(strοng)
mNo edit summary
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=soreyo
|Transliteration C=soreyo
|Beta Code=swreu/w
|Beta Code=swreu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heap</b> one thing <b class="b2">on</b> another, τι πρός τι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1390b18</span>; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. <span class="title">Epigr.</span>12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>25.22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span> 12.20</span>; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>33</span>; νεκρούς <span class="bibl">D.S.12.62</span>; πλοῦτον <span class="bibl">Id.1.62</span>, cf. <span class="bibl">5.46</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.45</span> J.:—Pass., <span class="bibl">Arist.<span class="title">GC</span>325b22</span>, <span class="bibl">Plb.16.11.4</span>; οὐσίας πλῆθος -εύεται <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>480</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">heap with</b> something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν <span class="bibl">Plb.16.8.9</span>: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ <span class="bibl">Hdn.4.8.9</span>; αὐχένας στέμμασι <span class="title">AP</span>7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>3.6</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[heap]] one thing [[on]] another, τι πρός τι Arist.''Rh.''1390b18; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. ''Epigr.''12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος [[LXX]] ''Pr.''25.22, ''Ep.Rom.'' 12.20; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.''Pel.''33; νεκρούς [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.62; πλοῦτον Id.1.62, cf. 5.46, Phld.''Oec.''p.45 J.:—Pass., Arist.''GC''325b22, Plb.16.11.4; οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.''Fr.''480.<br><span class="bld">II</span> [[heap with]] something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9; αὐχένας στέμμασι ''AP''7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις ''2 Ep.Ti.''3.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] [[häufen]], [[aufhäufen]], Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; [[überhäufen]], [[anfüllen]], αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σωρεύω''': μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[σωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]] πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι [[περί]] τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, [[ἐπισωρεύω]], Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. [[καλύπτω]] μέ τι κατὰ σωρούς, [[μετὰ]] γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, [[μετὰ]] δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.
|btext=[[entasser]], [[amonceler]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[σωρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σωρεύω [[σωρός]] [[opstapelen]], [[ophopen]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=entasser, amonceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σωρός]].
|elrutext='''σωρεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[нагромождать]], [[наваливать]] (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);<br /><b class="num">2</b> [[накапливать]] (πλοῦτον Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[заваливать]] (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощенный грехами;<br /><b class="num">4</b> [[густо увешивать]] (αὐχένας στέμμασι Anth.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[another]] [[form]] of [[σορός]]; to [[pile]] up ([[literally]] or [[figuratively]]): [[heap]], [[load]].
|strgr=from [[another]] [[form]] of [[σορός]]; to [[pile]] up ([[literally]] or [[figuratively]]): [[heap]], [[load]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[future]] σωρεύσω; [[perfect]] [[passive]] participle σεσωρευμενος; ([[σωρός]], a [[heap]]); (from [[Aristotle]] down); to [[heap]] [[together]], to [[heap]] up: τί [[ἐπί]] τί, ἀνθρξ); τινα τίνι, to [[overwhelm]] [[one]] [[with]] a [[heap]] of [[anything]]: tropically, ἁμαρτίαις, to [[load]] [[one]] [[with]] the [[consciousness]] of [[many]] sins, [[passive]], [[ἐπισωρεύω]].)
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σωρός]]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[συσσωρεύω]], [[συγκεντρώνω]] και [[σχηματίζω]] σωρό (α. «ο [[πόλεμος]] σωρεύει αφάνταστα [[δεινά]]» β. «διετέλεσε... σωρεύων [[πανταχόθεν]] τὸν πλοῦτον», <b>Διόδ.</b><br />γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ<br />δ. «διὰ τοῦ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>σωρεύομαι</i><br />(για [[πλήθος]] ανθρώπων) συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]] με σωρό («λιβάνῳ τοὺς βωμοὺς ἐσώρευσεν», Ηρώδ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιβαρύνω]], [[βαραίνω]] («γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σωρεύω:''' μέλ. <i>-εύσω</i> ([[σωρός]])·<br /><b class="num">I.</b> [[στοιβάζω]] [[πολλά]] πράγματα το ένα [[επάνω]] στο [[άλλο]], [[επισωρεύω]], Λατ. coacervare, σε Αριστ., Κ.Δ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] σε σωρούς, με δοτ., σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''σωρεύω''': μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[σωρεύω]], [[ἐπισωρεύω]] πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι [[περί]] τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, [[ἐπισωρεύω]], Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. [[καλύπτω]] μέ τι κατὰ σωρούς, μετὰ γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, 9· μετὰ δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σωρεύω]], fut. -εύσω [[σωρός]]<br /><b class="num">I.</b> to [[heap]] one [[thing]] on [[another]], Lat. coacervare, Arist., NTest.<br /><b class="num">II.</b> to [[heap]] with [[something]], c. dat., Anth.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':swreÚw 所留哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':堆<br />'''字義溯源''':堆積,堆,滿載,擔負;源自([[σορός]])*=安葬用容器)。比較: ([[ἐπισωρεύω]])=積聚<br />'''出現次數''':總共(2);羅(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 你乃將⋯堆(1) 羅12:20;<br />2) 滿載(1) 提後3:6
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 3 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρεύω Medium diacritics: σωρεύω Low diacritics: σωρεύω Capitals: ΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: sōreúō Transliteration B: sōreuō Transliteration C: soreyo Beta Code: swreu/w

English (LSJ)

A heap one thing on another, τι πρός τι Arist.Rh.1390b18; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22, Ep.Rom. 12.20; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33; νεκρούς D.S.12.62; πλοῦτον Id.1.62, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—Pass., Arist.GC325b22, Plb.16.11.4; οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr.480.
II heap with something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9; αὐχένας στέμμασι AP7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6.

German (Pape)

[Seite 1060] häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).

French (Bailly abrégé)

entasser, amonceler, acc..
Étymologie: σωρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωρεύω σωρός opstapelen, ophopen.

Russian (Dvoretsky)

σωρεύω:
1 нагромождать, наваливать (τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT);
2 накапливать (πλοῦτον Polyb.);
3 заваливать (αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.): σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT отягощенный грехами;
4 густо увешивать (αὐχένας στέμμασι Anth.).

English (Strong)

from another form of σορός; to pile up (literally or figuratively): heap, load.

English (Thayer)

future σωρεύσω; perfect passive participle σεσωρευμενος; (σωρός, a heap); (from Aristotle down); to heap together, to heap up: τί ἐπί τί, ἀνθρξ); τινα τίνι, to overwhelm one with a heap of anything: tropically, ἁμαρτίαις, to load one with the consciousness of many sins, passive, ἐπισωρεύω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ σωρός
(κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῦτον», Διόδ.
γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ
δ. «διὰ τοῦ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς», Πολ.)
μσν.
μέσ. σωρεύομαι
(για πλήθος ανθρώπων) συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι
αρχ.
1. καλύπτω με σωρό («λιβάνῳ τοὺς βωμοὺς ἐσώρευσεν», Ηρώδ.)
2. μτφ. επιβαρύνω, βαραίνω («γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις», ΚΔ).

Greek Monotonic

σωρεύω: μέλ. -εύσω (σωρός
I. στοιβάζω πολλά πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, επισωρεύω, Λατ. coacervare, σε Αριστ., Κ.Δ.
II. καλύπτω κάτι με κάτι άλλο σε σωρούς, με δοτ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σωρεύω: μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, σωρεύω, ἐπισωρεύω πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι περί τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, ἐπισωρεύω, Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. καλύπτω μέ τι κατὰ σωρούς, μετὰ γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, 9· μετὰ δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.

Middle Liddell

σωρεύω, fut. -εύσω σωρός
I. to heap one thing on another, Lat. coacervare, Arist., NTest.
II. to heap with something, c. dat., Anth.

Chinese

原文音譯:swreÚw 所留哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:堆
字義溯源:堆積,堆,滿載,擔負;源自(σορός)*=安葬用容器)。比較: (ἐπισωρεύω)=積聚
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 你乃將⋯堆(1) 羅12:20;
2) 滿載(1) 提後3:6