σκοπιήτης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(11) |
m (Text replacement - "( " to "(") |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skopiitis | |Transliteration C=skopiitis | ||
|Beta Code=skopih/ths | |Beta Code=skopih/ths | ||
|Definition= | |Definition=σκοπιήτου, ὁ, ([[σκοπιά]]) [[highlander]], [[epithet]] of Pan, ''AP''6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed [[κατάσκοπος]] by Suid.) | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0903.png Seite 903]] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34). | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite les lieux élevés (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[σκοπιά]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκοπιήτης -ου [σκοπιά] als adj. die leeft op de bergtoppen ([[epithet]] van Pan). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκοπιήτης:''' ου ὁ [[житель гор]] (эпитет Пана) Anth. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[σκοπιά]] / <i>σκοπιή</i>]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, [[ορεσίβιος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[κατάσκοπος]]». | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκοπιήτης:''' -ου, ὁ ([[σκοπιά]]), [[ορεινός]], [[ορεσίβιος]], βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκοπιήτης''': -ου, ὁ, (σκοπιὰ) [[ὀρεινός]], ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· [[ἔνθα]] ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «[[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]]», ἐκ τοῦ [[σκοπιάω]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σκοπιήτης]], ου, ὁ, [[σκοπιά]]<br />a highlander, of Pan, Anth. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 13 October 2024
English (LSJ)
σκοπιήτου, ὁ, (σκοπιά) highlander, epithet of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui habite les lieux élevés (Pan).
Étymologie: σκοπιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοπιήτης -ου [σκοπιά] als adj. die leeft op de bergtoppen (epithet van Pan).
Russian (Dvoretsky)
σκοπιήτης: ου ὁ житель гор (эпитет Пана) Anth.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκοπιά / σκοπιή]
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος».
Greek Monotonic
σκοπιήτης: -ου, ὁ (σκοπιά), ορεινός, ορεσίβιος, βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σκοπιήτης: -ου, ὁ, (σκοπιὰ) ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· ἔνθα ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «κατάσκοπος, πρόσκοπος», ἐκ τοῦ σκοπιάω.