κολυμβητικός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(7) |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolymvitikos | |Transliteration C=kolymvitikos | ||
|Beta Code=kolumbhtiko/s | |Beta Code=kolumbhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=κολυμβητική, κολυμβητικόν, of or for [[diving]]: ἡ [[κολυμβητική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of diving]], Pl.''Sph.''220a. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1476.png Seite 1476]] zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κολυμβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κολύμβημα· ἡ -κή (δηλ. [[τέχνη]]) ἡ [[τέχνη]] τοῦ κολυμβᾶν, Πλάτ. Σοφ. 220Α. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κολυμβητικός]], -ή, -όν) [[κολυμβητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην [[κολύμβηση]] («κολυμβητικοί αγώνες»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κολυμβητική</i><br />η [[τέχνη]] της κολύμβησης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κολυμβητικά</i><br /><b>ζωολ.</b> [[υπόταξη]] δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική (''[[sc.]]'' τέχνη) duikkunst Plat. Sph. 220a. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 13 October 2024
English (LSJ)
κολυμβητική, κολυμβητικόν, of or for diving: ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη) the art of diving, Pl.Sph.220a.
German (Pape)
[Seite 1476] zum Tauchen od. Schwimmen gehörig; ἡ κολυμβητική, sc. τέχνη, die Taucherkunst, Plat. Soph. 220 a.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κολύμβημα· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ κολυμβᾶν, Πλάτ. Σοφ. 220Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κολυμβητικός, -ή, -όν) κολυμβητής
1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες»)
2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική
η τέχνη της κολύμβησης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά
ζωολ. υπόταξη δεκάποδων καρκινοειδών που περιλαμβάνει τις γαρίδες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολυμβητικός -ή -όν [κολυμβάω] duik-:. ἡ κολυμβητική (sc. τέχνη) duikkunst Plat. Sph. 220a.