πολυκηδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykidis
|Transliteration C=polykidis
|Beta Code=polukhdh/s
|Beta Code=polukhdh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">full of care, grievous</b>, νόστος <span class="bibl">Od.9.37</span>,<span class="bibl">23.351</span>; μάχη Plu.<span class="title">Nob.</span>2 (Sup.); νοῦσος <span class="bibl">Q.S.8.31</span>; of persons, κασιγνήτη <span class="bibl">A.R. 4.734</span>, cf. <span class="bibl">Q.S.10.310</span>.</span>
|Definition=πολυκηδές, [[full of care]], [[grievous]], νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.''Nob.''2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0664.png Seite 664]] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui cause une grande affliction]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῆδος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκηδής -ές &#91;[[πολύς]], [[κῆδος]]] [[vol zorgen]]:. σὺ μὲν ἐνθάδ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ (α) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυκηδής:''' [[исполненный забот]], [[тяжелый]], [[мучительный]] ([[νόστος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
|lstext='''πολῠκηδής''': -ές, ὁ [[πλήρης]] φροντίδων, [[θλιβερός]], [[νόστος]] Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ής, ές :<br />qui cause une grande affliction.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κῆδος]].
|auten=ές ([[κῆδος]]): [[full]] of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές έγνοιες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' [[ἐνίσπω]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[αίτιος]] πολλών συμφορών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]], <i>τὸ</i> «[[φροντίδα]], [[έγνοια]]»), [[πρβλ]]. [[φιλοκηδής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[γεμάτος]] από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, [[θλιβερός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κηδής, ές [[κῆδος]]<br />[[full]] of [[care]], [[grievous]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 12:39, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκηδής Medium diacritics: πολυκηδής Low diacritics: πολυκηδής Capitals: ΠΟΛΥΚΗΔΗΣ
Transliteration A: polykēdḗs Transliteration B: polykēdēs Transliteration C: polykidis Beta Code: polukhdh/s

English (LSJ)

πολυκηδές, full of care, grievous, νόστος Od.9.37,23.351; μάχη Plu.Nob.2 (Sup.); νοῦσος Q.S.8.31; of persons, κασιγνήτη A.R. 4.734, cf. Q.S.10.310.

German (Pape)

[Seite 664] ές, sorgenvoll; Od. 9, 37. 23, 351; ναυτιλίη, Ap. Rh. 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande affliction.
Étymologie: πολύς, κῆδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκηδής -ές [πολύς, κῆδος] vol zorgen:. σὺ μὲν ἐνθάδ’ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κλαίουσ (α) terwijl jij hier mijn kommervolle terugkeer beweende Od. 23.351.

Russian (Dvoretsky)

πολυκηδής: исполненный забот, тяжелый, мучительный (νόστος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκηδής: -ές, ὁ πλήρης φροντίδων, θλιβερός, νόστος Ὀδ. Ι. 37, Ψ. 351. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυκηδέος· πολυφροντίστου» καὶ «πολυκηδές· πολλῶν κακῶν αἴτιον».

English (Autenrieth)

ές (κῆδος): full of sorrows, woful, Od. 9.37 and Od. 23.351.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές έγνοιες
2. αυτός που έχει πολλές στενοχώριες («εἰ δ' ἄγε τοι καὶ νόστον ἐμὸν πολυκηδέ' ἐνίσπω», Ομ. Οδ.)
3. ο αίτιος πολλών συμφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κηδής (< κῆδος, τὸ «φροντίδα, έγνοια»), πρβλ. φιλοκηδής].

Greek Monotonic

πολῠκηδής: -ές (κῆδος), γεμάτος από φροντίδες, στεναχώριες, έγνοιες, θλιβερός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πολῠ-κηδής, ές κῆδος
full of care, grievous, Od.