προαγωγεύω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(6_1)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proagogeyo
|Transliteration C=proagogeyo
|Beta Code=proagwgeu/w
|Beta Code=proagwgeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">prostitute</b> or <b class="b2">procure</b>, <b class="b3">ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα</b> Lex ap. <span class="bibl">Aeschin.1.14</span>, cf. <span class="bibl">Ps.-Phoc.177</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span> 23</span>:—Pass., <span class="bibl">Theopomp.Hist.240</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>980</span>; π. τινὰ Προδίκῳ <span class="bibl">X. <span class="title">Smp.</span>4.62</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prostitute]] or [[procure]], <b class="b3">ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα</b> Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.''Sol.'' 23:—Pass., Theopomp.Hist.240.<br><span class="bld">2</span> metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.''Nu.''980; π. τινὰ Προδίκῳ X. ''Smp.''4.62.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0705.png Seite 705]] [[verführen]], [[verkuppeln]]; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.
}}
{{bailly
|btext=[[prostituer]].<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωγεύω [προαγωγός] [[prostitueren]], [[seksueel exploiteren]].
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγεύω:''' [[сводничать]], тж. [[совращать]] (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[προαγωγός]]<br />[[εκτελώ]] το [[έργο]] προαγωγού, [[παρακινώ]], [[εξωθώ]] σε [[πορνεία]], [[είμαι]] [[προαγωγός]], [[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενεργώ]] ως [[προξενητής]], [[προξενεύω]] («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῖς», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωγεύω:''' ([[προαγωγός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαστροπεύω]], σε Νόμ. παρ' Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προαγωγεύω]] ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[προαγωγός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[prostitute]], Lex ap. Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.
}}
{{trml
|trtx====(make one a) [[prostitute]]===
Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: [[prostituieren]]; Greek: [[βγάζω στην πιάτσα]], [[βγάζω στο κλαρί]], [[βγάζω στο κουρμπέτι]], [[βγάζω στο πεζοδρόμιο]], [[εκδίδω]], [[εκπορνεύω]]; Ancient Greek: [[διαμαστροπεύω]], [[καταπορνεύω]], [[μαστροπεύω]], [[μαυλίζω]], [[πορνεύω]], [[προαγωγεύω]]; Latin: [[prostituo]]; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: [[prostituir]]; Romanian: prostitua; Spanish: [[prostituir]]; Swahili: ukahaba
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 17 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγεύω Medium diacritics: προαγωγεύω Low diacritics: προαγωγεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΕΥΩ
Transliteration A: proagōgeúō Transliteration B: proagōgeuō Transliteration C: proagogeyo Beta Code: proagwgeu/w

English (LSJ)

A prostitute or procure, ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.Sol. 23:—Pass., Theopomp.Hist.240.
2 metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.Nu.980; π. τινὰ Προδίκῳ X. Smp.4.62.

German (Pape)

[Seite 705] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: προαγωγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωγεύω [προαγωγός] prostitueren, seksueel exploiteren.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγεύω: сводничать, тж. совращать (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).

Greek Monolingual

ΝΑ προαγωγός
εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός
αρχ.
μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῖς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

προᾰγωγεύω: (προαγωγός), μέλ. -σω,
1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ' Αισχίν.
2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγεύω: (προαγωγὸς) ἐκτελῶ ἔργον προαγωγοῦ, μαστροπεύω, παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., οἶδα μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.

Middle Liddell

fut. σω προαγωγός
1. to prostitute, Lex ap. Aeschin.
2. metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba