θύραθεν: Difference between revisions

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.")
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrathen
|Transliteration C=thyrathen
|Beta Code=qu/raqen
|Beta Code=qu/raqen
|Definition=Adv.<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[from outside the door]]: and generally, [[from without]], αἱ θύραθεν εἴσοδοι <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>952</span>; θ. εἰκάσαι <span class="bibl">Id.<span class="title">HF</span> 713</span>; θ. ἐπεισιέναι <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>736b28</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[outside the door]], [[outside]], ἡ θύραθεν ἡδονή <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1063.4</span>; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>480a30</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>642b1</span>, [[οἱ θύραθεν]] = [[foreigner]]s, the [[enemy]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>68</span>, <span class="bibl">193</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., opp. [[ἔνδοθεν]] ([[quod vide|q.v.]]), <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1021</span>(hex.).</span>
|Definition=Adv.<br><span class="bld">A</span> [[from outside the door]]: and generally, [[from without]], αἱ θύραθεν εἴσοδοι [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''952; θύραθεν εἰκάσαι Id.''HF'' 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.''GA''736b28.<br><span class="bld">2</span> [[outside the door]], [[outside]], ἡ θύραθεν [[ἡδονή]] E.''Fr.''1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν Arist.''Resp.''480a30, cf. ''PA''642b1, [[οἱ θύραθεν]] = [[foreigner]]s, the [[enemy]], A.''Th.''68, 193.<br><span class="bld">3</span> metaph., opp. [[ἔνδοθεν]] ([[quod vide|q.v.]]), S.''Tr.''1021(hex.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:34, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠ́ρᾱθεν Medium diacritics: θύραθεν Low diacritics: θύραθεν Capitals: ΘΥΡΑΘΕΝ
Transliteration A: thýrathen Transliteration B: thyrathen Transliteration C: thyrathen Beta Code: qu/raqen

English (LSJ)

Adv.
A from outside the door: and generally, from without, αἱ θύραθεν εἴσοδοι E.Andr.952; θύραθεν εἰκάσαι Id.HF 713; θ. ἐπεισιέναι Arist.GA736b28.
2 outside the door, outside, ἡ θύραθεν ἡδονή E.Fr.1063.4; ὁ ἀὴρ ὁ θύραθεν Arist.Resp.480a30, cf. PA642b1, οἱ θύραθεν = foreigners, the enemy, A.Th.68, 193.
3 metaph., opp. ἔνδοθεν (q.v.), S.Tr.1021(hex.).

German (Pape)

[Seite 1226] vonaußenher; αἱ θ. εἴσοδοι Eur. Andr. 952; ὡς θύρ. εἰκάσαι Herc. Fur. 713; außen, οἱ θύραθεν, die Feinde, Aesch. Spt. 68. 175.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de la porte, du dehors;
2 du dehors, au dehors sans mouv. ; οἱ θύραθεν ESCHL les ennemis.
Étymologie: θύρα, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

θύρᾱθεν: ион. θύρηθε(ν) (ῠ) adv. извне, снаружи, со стороны или вне: αἱ θ. εἴσοδοι Eur. посещения, прием посторонних; ὡς θ. εἰκάσαι Eur. насколько можно судить со стороны, т. е. на расстоянии, издали; οὔτ᾽ ἔνδοθεν, οὔτε θ. Soph. ни своими силами, ни с посторонней помощью; οἱ θ. Aesch., Arst. чужие, враги; ὁ ἀὴρ ὁ θ. Arst. наружный воздух.

Greek (Liddell-Scott)

θύρᾱθεν: Ἐπικ. θύρηθε, Ἐπίρρ., ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξωθεν, αἱ θ. εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 952· θ. εἰκάσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 713· θ. ἐπεισιέναι Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 2. 3, 9, κ. ἀλλ. 2) ἔξωθεν τῆς θύρας, ἔξω, θύρηθ’ ἔα, ἤμην ἔξω (δηλ. τῆς θαλάσσης). Ὀδ. Ξ. 352· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθεν (ὃ ἴδε), οὔτ’ ἔνδοθεν, οὔτε θύραθεν Σοφ. Τρ. 1021· τὸν ἀέρα τὸν θύραθεν Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 46· - οἱ θ., οἱ ξένοι, οἱ πολέμιοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 68, 193· παρ’ Ἐκκλ., οἱ ἐθνικοί· - τὰ θ., τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά, Συνέσ. Ἐπ. 45.

Greek Monolingual

(ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε)
επίρρ.
1. απ' έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα
2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» — αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός
3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» — η κλασική παιδεία, η παιδεία που στηρίζεται στην αρχαία ελληνική φιλολογία, σε αντιδιαστολή προς τη χριστιανική
αρχ.
έξω, εκτός
2. φρ. α) «οἱ θύραθεν» — οι εχθροί, οι ξένοι, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες
β) «τὰ θύραθεν» — τα εξωτερικά αγαθά
γ) «θύραθεν τῶν νόμων» — εκτός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -θεν].

Greek Monotonic

θύρᾱθεν: Επικ. θύρηθε (θύρα), επίρρ.
1. από το εξωτερικό μέρος της πόρτας, από έξω, σε Ευρ.
2. έξω από την πόρτα, έξω, θύρηθ' ἔα, ήταν έξω από τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· οἱθ., οι εχθροί, οι ξένοι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θύρα
1. adv. from outside the door, from without, Eur.
2. outside the door, outside, θύρηθ' ἔα was out of the sea, Od.:— οἱ θ. aliens, the enemy, Aesch.

English (Woodhouse)

from abroad, from outside, from without

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἔξω). Ἀπό τό θύρα + θεν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.