φιτύω: Difference between revisions
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fityo | |Transliteration C=fityo | ||
|Beta Code=fitu/w | |Beta Code=fitu/w | ||
|Definition=fut. ύσω [ῡ], E.''Alc.''294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—[[sow]], [[plant]], [[beget]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''235, ''Supp.''313, S.''Ant.''645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1296, ''Tr.''311; also used by Pl., ''R.''461a, ''Lg.''879d, ''Criti.''116c: —Med., of the woman, [[bear]], Ἠὼς.. Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.''Th.'' 986, cf. A.R.4.807, Opp.''C.''1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160. | |Definition=fut. ύσω [ῡ], [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—[[sow]], [[plant]], [[beget]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''235, ''Supp.''313, S.''Ant.''645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1296, ''Tr.''311; also used by Pl., ''R.''461a, ''Lg.''879d, ''Criti.''116c: —Med., of the woman, [[bear]], Ἠὼς.. Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.''Th.'' 986, cf. A.R.4.807, Opp.''C.''1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:55, 25 October 2024
English (LSJ)
fut. ύσω [ῡ], E.Alc.294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—sow, plant, beget, A.Pr.235, Supp.313, S.Ant.645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ S.Aj.1296, Tr.311; also used by Pl., R.461a, Lg.879d, Criti.116c: —Med., of the woman, bear, Ἠὼς.. Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.Th. 986, cf. A.R.4.807, Opp.C.1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160.
German (Pape)
[Seite 1290] = φυτεύω, säen, pflanzen, erzeugen; Tragg.: ἀϊστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον Aesch. Prom. 233; Suppl. 308; τίς δ' ὁ φιτύσας πατήρ Soph. Trach. 310; Ai. 1275; ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα Ant. 641; u. med., von der Frau, Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes. Th. 986; seltener in Prosa, wu Plat. Rep. V, 461 a; φιτῦσαι καὶ τεκεῖν Legg. IX, 879 d.
French (Bailly abrégé)
f. φιτύσω, ao. ἐφίτυσα, pf. inus.
ensemencer ; engendrer.
Étymologie: φῖτυ.
Russian (Dvoretsky)
φῑτύω: досл. сажать, сеять, перен. производить на свет, рождать (γένος νέον Aesch.; τέκνα Soph.; παῖδα Plat.); med. рожать (υἱόν τινι Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
φῑτύω: μέλλ. -ύσω [ῡ]· ἀόρ. ἐφίτῡσα· ― ὡς τὸ φυτεύω (ἴδε ἐν λ. φύω), σπείρω, γεννῶ, φέρω εἰς τὸ εἶναι, Αἰσχύλ. Πρ. 233, Ἱκέτ. 312, Σοφ. Αἴ. 1296, Ἀντιγ. 645, Τραχ. 311, Εὐρ. Ἄλκ. 294· ― ἴσως ὁπουδήποτε παρὰ πεζοῖς ἀπαντᾷ (Πλάτ. Πολ. 461Α, Νόμ. 879D, Κριτί. 116C), διορθωτέον διὰ τοῦ φυτεύω· διότι ὁ τύπος φιτύω φαίνεται ὅτι εἶναι ποιητικός, τιθέμενος ὁπόταν ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπῃ νὰ εἶναι μακρά· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐπὶ γυναικῶν, τίκτω, Ἠώς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱὸν Ἡσ. Θεογ. 986, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 807, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 4· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μέλλ. φιτύσεαι Μόσχ. 2. 160.
Greek Monolingual
Α φῖτυ
1. φυτεύω, σπέρνω
2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.)
3. μεσ. φιτύομαι
(για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
φῑτύω: μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐφίτῡσα· ποιητ. αντί φῠτεύω, όταν η πρώτη συλ. τείνει να είναι μακρά, σπέρνω, φυτεύω, δημιουργώ, γεννώ, σε Τραγ. — Μέσ., λέγεται για γυναίκα, παράγω, γεννώ, σε Ησίοδ.· Επικ. βʹ ενικ. μέλ. φιτύσεαι, σε Μόσχ.
Middle Liddell
φῑτύω, poet. for φῠτεύω, when the 1st syllable is to be long
to sow, plant, beget, call into being, Trag.:—Mid. of the woman, to produce, bear, Hes.; epic 2nd sg. fut. φιτύσεαι Mosch.
English (Woodhouse)
cause, create, produce, bring into existence
Mantoulidis Etymological
(=σπέρνω, φυτεύω, γεννῶ). Ἀπό τό οὐσ. φῖτυ, τό (=κλαδί) ἀντί φίτυμα καί παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίτυμα (=κλαδί, γέννημα), φῖτυς -υος, ὁ (=ὁ πατέρας).