ὑπεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypektrepo
|Transliteration C=ypektrepo
|Beta Code=u(pektre/pw
|Beta Code=u(pektre/pw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[turn gradually]] or [[secretly from]] a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>549</span>:—Med., [[turn aside from]], c. acc., <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>108b</span>: c. inf., <b class="b3">ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</b> [[decline the task]] of helping... <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>566</span>.</span>
|Definition=[[turn gradually]] or [[secretly from]] a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.''Tr.''549:—Med., [[turn aside from]], c. acc., [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 108b: c. inf., <b class="b3">ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</b> [[decline the task]] of helping... [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''566.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[τρέπω]]), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1186.png Seite 1186]] (s. [[τρέπω]]), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.
}}
{{bailly
|btext=détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑπεκτρέπομαι]] (<i>inf. ao.2</i> ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκτρέπω:''' [[отклонять]], [[отводить в сторону]]: ὑ. [[πόδα]] τινός Soph. бежать от чего-л.; φεύγειν καὶ ὑπεκτρέπεσθαί τινα Plat. всячески избегать кого-л.; [[ξένον]] ἂν οὐδένα ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν Soph. ни одному чужестранцу не отказал бы я в помощи.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
|lstext='''ὑπεκτρέπω''': [[ἐκτρέπω]] κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει [[πόδα]] Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ [[ὅπως]] μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., [[ὥστε]] ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.
}}
{{bailly
|btext=détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑπεκτρέπομαι (<i>inf. ao.2</i> ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, <i>acc. ou</i> inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεκτρέπω:''' отклонять, отводить в сторону: ὑ. [[πόδα]] τινός Soph. бежать от чего-л.; φεύγειν καὶ ὑπεκτρέπεσθαί τινα Plat. всячески избегать кого-л.; [[ξένον]] ἂν οὐδένα ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν Soph. ни одному чужестранцу не отказал бы я в помощи.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] [[gradually]] or [[secretly]] from a [[thing]], τί τινος Soph.:—Mid. to [[turn]] aside from, c. acc., Plat.; c. inf., ὑπεκτραπέσθαι μὴ οὐ ξυνεκσώζειν to [[decline]] the [[task]] of [[helping]] to [[save]], Soph.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[turn]] [[gradually]] or [[secretly]] from a [[thing]], τί τινος Soph.:—Mid. to [[turn]] aside from, c. acc., Plat.; c. inf., ὑπεκτραπέσθαι μὴ οὐ ξυνεκσώζειν to [[decline]] the [[task]] of [[helping]] to [[save]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέπω Medium diacritics: ὑπεκτρέπω Low diacritics: υπεκτρέπω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: hypektrépō Transliteration B: hypektrepō Transliteration C: ypektrepo Beta Code: u(pektre/pw

English (LSJ)

turn gradually or secretly from a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.Tr.549:—Med., turn aside from, c. acc., Pl.Phd. 108b: c. inf., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν decline the task of helping... S.OC566.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέπω), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.

French (Bailly abrégé)

détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;
Moy. ὑπεκτρέπομαι (inf. ao.2 ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκτρέπω: отклонять, отводить в сторону: ὑ. πόδα τινός Soph. бежать от чего-л.; φεύγειν καὶ ὑπεκτρέπεσθαί τινα Plat. всячески избегать кого-л.; ξένον ἂν οὐδένα ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν Soph. ни одному чужестранцу не отказал бы я в помощи.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέπω: ἐκτρέπω κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει πόδα Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ ὅπως μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., ὥστε ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.

Greek Monolingual

Α ἐκτρέπω
1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά
2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι
κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὑπεκτρέπω: μέλ. -ψω, γυρίζω, μεταστρέφω σταδιακά ή μυστικά από κάτι, τί τινος, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν, άρνηση, αρνούμαι να προσφέρω βοήθεια προς σωτηρία, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
to turn gradually or secretly from a thing, τί τινος Soph.:—Mid. to turn aside from, c. acc., Plat.; c. inf., ὑπεκτραπέσθαι μὴ οὐ ξυνεκσώζειν to decline the task of helping to save, Soph.