διαπήγνυμι: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι) " to "$1$2 ") |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapignymi | |Transliteration C=diapignymi | ||
|Beta Code=diaph/gnumi | |Beta Code=diaph/gnumi | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[fix]] or [[thrust through]], ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; [[transfix]], <b class="b3">διέπᾱξε σιδάρῳ</b> Epigr.in''PTeb.''3.29 (i B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[freeze hard]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vent.''54: pf. -πέπηγα, intr., to [[be frozen]], Arist.''Mir.''835a30.<br><span class="bld">III</span> Med., <b class="b3">δ. σχεδίας</b> [[get]] them [[put together]], Luc.''DMort.''12.5. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια- | |elnltext=δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:32, 2 November 2024
English (LSJ)
A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.).
II freeze hard, Thphr. Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30.
III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.
Spanish (DGE)
I 1clavar διὰ τῶν ἑαυτοῦ πλευρῶν διαπῆξαι τὸ ἀκόντιον Antipho 3.3.5, δόρασιν αὐτὰ (ὅπλα) ... ἐς τὴν γῆν App.BC 2.105
•traspasar σιδάρῳ Asclep.1136P.
2 enclavar, fijar θυσιαστήριον Cyr.Al.M.68.289D, ἁγίαν σκηνήν Cyr.Al.M.68.696B, cf. 289D
•fig., en v. med. consolidar ὁ σταυρὸς ὁ διαπηξάμενος τὰ πάντα λόγῳ A.Io.99.1
•náut., en v. med. ensamblar, armar σχεδίας Luc.DMort.25.5
•fig. fijar, establecer τὸν τῆς ἀναστάσεως ... ὅρον Ath.Al.M.26.1117B
•en v. med. quedar fijado a τὸ παλίρρουν τῆς γνώμης εἰς στάσιμον εὐσεβείας πίστιν διαπήγνυσθαι Phot.Bibl.188b11.
II solidificar, congelar οὐ μὴν ἀλλά γε τὸ πλεῖον διέπηξεν ἢ εἰς ὕδωρ διέλυσεν (ὁ βορέας) Thphr.Vent.54, en v. pas. πέλανος ὁ διαπεπηγμένος Sch.A.R.1.1075-77b
•en v. med. solidificarse, hacerse denso, tomar consistencia τὸ τῆς ἄρκτου στέαρ ... διὰ τὸν χειμῶνα Arist.Mir.835a30.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.
French (Bailly abrégé)
ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d'un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πήγνυμι, med. in elkaar zetten.
Russian (Dvoretsky)
διαπήγνῡμι:
1 застывать, замерзать (στέαρ διαπεπηγὸς διὰ τὸν χειμῶνα Arst.);
2 med. сколачивать, скреплять (σχεδίας διαπηξάμενος Luc. - v.l. πηξάμενος).
Greek Monolingual
(Α) βλ. διαπηγνύω.
Greek Monotonic
διαπήγνυμι: μέλ. -πήξω, μπήγω, σταθεροποιώ, καρφώνω — Μέσ., δ. σχεδίας, τις στερεώνω μαζί, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
Middle Liddell
fut. -πήξω
to fix thoroughly:— Mid., δ. σχεδίας to get rafts put together, Luc.