πυρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyreion
|Transliteration C=pyreion
|Beta Code=purei=on
|Beta Code=purei=on
|Definition=Ion. [[πυρήϊον]], τό, mostly in plural, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[firestick]]s, h.Merc.111, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 36</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.3.4</span>, <span class="bibl">D.S.5.67</span>, etc.; τάχ' ἂν . . τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>435a</span>; <b class="b3">πυοεῖά τε</b> χερσὶν ἐνώμων <span class="bibl">Theoc.22.33</span>; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον <span class="bibl">A.R.1.1184</span>; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.<span class="title">VH</span>1.32; the [[stationary]] [[piece]] was called [[ἐσχάρα]], the drill [[τρύπανον]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>64</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> sg., [[earthen]] [[pan]] for [[coal]]s (= [[θυμιατήριον]], Hsch. ([[πυρίον]]), Phot., Suid.), <span class="bibl">[[LXX]]<span class="title">Ex.</span>27.3</span>: pl., ib.<span class="bibl"><span class="title">2 Ch.</span>4.11</span>,<span class="bibl">21</span>.</span>
|Definition=Ion. [[πυρήϊον]], τό, mostly in plural,<br><span class="bld">A</span> [[firestick]]s, h.Merc.111, S.''Ph.'' 36, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.3.4, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.67, etc.; τάχ' ἂν.. τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 435a; <b class="b3">πυοεῖά τε</b> χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.''VH''1.32; the [[stationary]] [[piece]] was called [[ἐσχάρα]], the drill [[τρύπανον]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''64.<br><span class="bld">II</span> sg., [[earthen]] [[pan]] for [[coal]]s (= [[θυμιατήριον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[πυρίον]]), Phot., Suid.), [[LXX]] ''Ex.''27.3: pl., ib.''2 Ch.''4.11,21.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. [[πυρήϊον]], im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0821.png Seite 821]] τό, ion. [[πυρήϊον]], im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
|btext=ου (τό) :<br />ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu'on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρεῖον:''' ион. [[πυρήϊον]] τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.
|elrutext='''πῠρεῖον:''' ион. [[πυρήϊον]] τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.
}}
{{grml
|mltxt=[[πυρείο]], το / [[πυρεῖον]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[πυρήϊον]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>τεχνολ.</b> μικρό και [[λεπτό]] [[κομμάτι]] από [[ξύλο]] ή [[χαρτόνι]], στο ένα [[άκρο]] του οποίου υπάρχει [[κεφαλή]] από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με [[τριβή]] σε κατάλληλη [[επιφάνεια]], κν. [[σπίρτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον εν. [[αλλά]] και στον πληθ.) κεραμεικό [[αγγείο]] στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το [[μαγκάλι]]<br /><b>2.</b> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) <i>τὰ πυρεῖα</i><br />τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το [[άλλο]] [[ωσότου]] ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, [[ὥσπερ]] ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>[[πῦρ]]</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖον</i> (<b>πρβλ.</b> [[μνημείον]])].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:33, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεῖον Medium diacritics: πυρεῖον Low diacritics: πυρείον Capitals: ΠΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: pyreîon Transliteration B: pyreion Transliteration C: pyreion Beta Code: purei=on

English (LSJ)

Ion. πυρήϊον, τό, mostly in plural,
A firesticks, h.Merc.111, S.Ph. 36, Thphr. HP 5.3.4, D.S.5.67, etc.; τάχ' ἂν.. τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R. 435a; πυοεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.VH1.32; the stationary piece was called ἐσχάρα, the drill τρύπανον, Thphr. Ign.64.
II sg., earthen pan for coals (= θυμιατήριον, Hsch. (πυρίον), Phot., Suid.), LXX Ex.27.3: pl., ib.2 Ch.4.11,21.

German (Pape)

[Seite 821] τό, ion. πυρήϊον, im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu'on frottait l'un contre l'autre pour allumer du feu.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρεῖον -ου, τό [πῦρ] meestal plur., dat wat dient om vuur te maken, i.h.b. (aanmaak)houtjes die men tegen elkaar wrijft.

Russian (Dvoretsky)

πῠρεῖον: ион. πυρήϊον τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.

Greek Monolingual

πυρείο, το / πυρεῖον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο του οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῖα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημείον)].

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεῖον: Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, ἔνθαπανάρχαιος οὗτος τρόπος τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο ἐσχάραστορεύς, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ταχέως στρεφόμενον ἐκαλεῖτο τρύπανον, Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ἀγγεῖον κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= θυμιατήριον, Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).

Greek Monotonic

πῠρεῖον: Ιων. -ήΐον, τό, κυρίως στον πληθ., κομμάτια από ξύλο που προστρίβονται το ένα με το άλλο για να ανάψουν φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

πῠρεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό,
mostly in plural pieces of wood, rubbed one against another to produce fire, Hhymn., Soph., etc.