κελευτιάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(2b)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keleftiao
|Transliteration C=keleftiao
|Beta Code=keleutia/w
|Beta Code=keleutia/w
|Definition=Frequentat. of <b class="b3">κελεύω</b>, only in Ep. part., <b class="b3">Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">continually urging on</b> [the men], <span class="bibl">Il.12.265</span>; -όων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς <span class="bibl">13.125</span> (v.l. [[κελευθιόων]], = [[ὁδηγῶν]], Sch. ad loc.; κελευστιόων Hsch.).</span>
|Definition=Frequentat. of [[κελεύω]], [[encourage]], [[exhort]], only in Ep. part., <b class="b3">Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην</b> [[continually]] [[urge on|urging on]] [the men], Il.12.265; κελευτιόων [[γαιήοχος]] ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 ([[varia lectio|v.l.]] [[κελευθιόων]], = [[ὁδηγῶν]], Sch. ad loc.; κελευστιόων [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] frequentativum von [[κελεύω]], beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1415.png Seite 1415]] frequentativum von [[κελεύω]], [[beständig]], [[wiederholt befehlen]], [[antreiben]]; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
|btext=[[κελευτιῶ]] :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />[[presser vivement]], [[ordonner]], [[exciter]].<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, [[aanvuren]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />presser vivement, ordonner, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) [[постоянно убеждать]], [[побуждать]], [[приказывать]] (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελευτιάω:''' [frequ. к [[κελεύω]] (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Λἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κελευτιάω]], [Frequentat. of [[κελεύω]], as [[πνευστιάω]] from [[πνέω]] only used in epic [[part]]. (dual), κελευτιόωντε]<br />[[continually]] urging on [the men], Il.
}}
}}

Latest revision as of 21:10, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευτιάω Medium diacritics: κελευτιάω Low diacritics: κελευτιάω Capitals: ΚΕΛΕΥΤΙΑΩ
Transliteration A: keleutiáō Transliteration B: keleutiaō Transliteration C: keleftiao Beta Code: keleutia/w

English (LSJ)

Frequentat. of κελεύω, encourage, exhort, only in Ep. part., Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην continually urging on [the men], Il.12.265; κελευτιόων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 (v.l. κελευθιόων, = ὁδηγῶν, Sch. ad loc.; κελευστιόων Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1415] frequentativum von κελεύω, beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.

French (Bailly abrégé)

κελευτιῶ :
seul. part. prés. épq. κελευτιόων;
presser vivement, ordonner, exciter.
Étymologie: κελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευτιάω [κελεύω] ep. ptc. κελευτιόων, aanvuren.

Russian (Dvoretsky)

κελευτιάω: [frequ. к κελεύω (только part. praes. κελευτιόων) постоянно убеждать, побуждать, приказывать (κελευτιόων ὦρσεν Ἀχαιούς Hom.): ἀμφοτέρω Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην Hom. оба Эанта всюду обходят башни, непрерывно давая указания.

English (Autenrieth)

(frequentative of κελεύω), part. -τιόων: urge or cheer on, ‘animate,’ Il. 12.265. (Il.)

Greek Monotonic

κελευτιάω: θαμιστικό του κελεύω, όπως πνευστιάω από το πνέω, που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. κελευτιόωντε (δυϊκός), συνεχώς παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κελευτιάω: θαμιστικὸν τοῦ κελεύω, ὡς τὸ πνευστιάω, ἐκ τοῦ πνέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- τύπος, ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων ὡσαύτως καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.

Middle Liddell

κελευτιάω, [Frequentat. of κελεύω, as πνευστιάω from πνέω only used in epic part. (dual), κελευτιόωντε]
continually urging on [the men], Il.