δαιδάλεος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daidaleos | |Transliteration C=daidaleos | ||
|Beta Code=daida/leos | |Beta Code=daida/leos | ||
|Definition=[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: ([[δαιδάλλω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[cunningly wrought]] or [[curiously wrought]], in Hom. always of [[metal]] or [[wood]], [[ζωστήρ]], [[θώρηξ]], [[σάκος]], [[θρόνος]], Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; [[λάρναξ]] Simon.37.1, B.5.140; also of [[embroidery]], Hes.''Th.''575, E.''Hec.'' 470 (lyr.), Theopomp.Com.33.<br><span class="bld">2</span> of natural objects, [[dappled]], [[spotted]], etc., of [[fish]], Alex.17; of [[deer]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.391; [[shot with light]], [[sheeny]], Opp.''C.''1.218.<br><span class="bld">II</span> [[cunning]], [[χείρ]] Pl.''Epigr.''22: [[Ἥφαιστος]] ''AP''9.755. | |Definition=[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: ([[δαιδάλλω]]):—<br><span class="bld">A</span> [[cunningly wrought]] or [[curiously wrought]], in Hom. always of [[metal]] or [[wood]], [[ζωστήρ]], [[θώρηξ]], [[σάκος]], [[θρόνος]], Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; [[λάρναξ]] Simon.37.1, B.5.140; also of [[embroidery]], Hes.''Th.''575, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]'' 470 (lyr.), Theopomp.Com.33.<br><span class="bld">2</span> of natural objects, [[dappled]], [[spotted]], etc., of [[fish]], Alex.17; of [[deer]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.391; [[shot with light]], [[sheeny]], Opp.''C.''1.218.<br><span class="bld">II</span> [[cunning]], [[χείρ]] Pl.''Epigr.''22: [[Ἥφαιστος]] ''AP''9.755. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:45, 15 November 2024
English (LSJ)
[ᾰ] (not -έος, Hdn.Gr.1.114), α, ον: (δαιδάλλω):—
A cunningly wrought or curiously wrought, in Hom. always of metal or wood, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, Il.4.135, 8.195, 19.380, Od.1.131; λάρναξ Simon.37.1, B.5.140; also of embroidery, Hes.Th.575, E.Hec. 470 (lyr.), Theopomp.Com.33.
2 of natural objects, dappled, spotted, etc., of fish, Alex.17; of deer, Nonn. D. 5.391; shot with light, sheeny, Opp.C.1.218.
II cunning, χείρ Pl.Epigr.22: Ἥφαιστος AP9.755.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 trabajado artísticamente o con esmero gener. de objetos de metal o madera ζωστήρ Il.4.135, κόρυς Il.18.612, cf. 8.195, Hes.Sc.137, φόρμιγξ Il.9.187, Pi.P.4.296, ἅρματα Il.17.448, cf. Pi.Fr.106.7, θρόνος Od.1.131, 10.315, cf. Q.S.2.464, 7.198, σάκος Il.19.380, Hes.Sc.334, λάρναξ Simon.38.2, B.5.140, ἀσπίς Blemyom.3
•p. ext. fig. de una formación en testudo Opp.C.1.218
•tb. de bordados καλύπτρα Hes.Th.575, ἀνθόκροκοι πῆναι E.Hec.470, χιτών Theopomp.Com.34, Musae.340
•de anim. moteado ἔλαφος Nonn.D.5.391, peces, Alex.17
•de los astros, Orph.Fr.238.7.
2 que trabaja artísticamente χείρ Pl.Epigr.19, Ἥφαιστος AP 9.755.
German (Pape)
[Seite 513] (den Accent bemerkt Hdn. Περὶ μον. λέξ. p. 4, 7 und 12; von δα'Ω; zunächst entstanden aus δαιδάλειος, welches Adjectiv von δαιδαλεύ'Σ ist, einer Nebenform zu δαίδαλος; δαιδάλεος = δαίδαλος, das Adjectiv Homerisch anstatt des Substantivs, wie παρθενική = παρθένος); auch 2 End.; Ep. ad. 275 (IX, 755); künstlich gearbeitet, kunstreich; ζωστήρ Il. 4, 135; ἔντεα 6, 418; θώρηξ 8, 195; σάκος 19, 380; κόρυς 18, 612; φόρμιγξ 9, 187 (wie Pind. P. 4, 296); χηλός 16, 222; ἅρματα 17, 448; οὔατα τρίποδος 18, 379; θρόνος Od. 10, 315, wie auch 1, 131 zu erklären, wo λῖτα nicht damit zu verbinden; von kunstvoller Arbeit in Metall u. Holz auch bei folgdn D. Von Weberarbeiten oder Stickereien, καλύπτρη Hes. Th. 575; πῆναι Eur. Hec. 470; übh. bunt, ἔλαφος Nonn. D. 5, 391; vgl. Alexis Ath. VII, 301 a. – Auch von der Hand des Künstlers, χείρ Plat. ep. 15 (IX, 826); vgl. τέχνη Ep. ad. 275 (IX, 755).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
artistement travaillé.
Étymologie: δαίδαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιδάλεος -α -ον [δαίδαλος] kunstig bewerkt, versierd.
Russian (Dvoretsky)
δαιδάλεος: редко 2 (ᾰλ)
1 искусно сделанный, мастерски исполненный, художественный, замечательной работы (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; φόρμιγξ Hom., Pind.; κυνέη Hes.; πῆναι Eur.);
2 искусный, умелый (Ἣφαιστος, χείρ Anth.).
English (Autenrieth)
(root δαλ): cunningly or skilfully wrought or decorated.
English (Slater)
δαιδᾰλεος
1 cleverly made δαιδαλέαν φόρμιγγα (P. 4.296) ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α δαιδάλεος, -α, -ον και δαιδάλεος, -ον)
ο δουλεμένος περίτεχνα (α. «στέκουν τα πρόβατα οπού το μάτι για δαιδάλεα τα παίρνει από μακριά», Σολωμ.
β. «διὰ μὲν ἄρ' ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο», Ιλιάδ.)
αρχ.
1. (για ζώα) ποικιλόχρωμος, κατάστικτος
2. (για τεχνίτες) επινοητικὸς, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ονοματικός τ. του δαίδαλος με επίθημα -αλεος (πρβλ. αμυγδάλεος, υάλεος κ.ά.), που πιθ. σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
δαιδάλεος: -α, -ον,
I. τεχνικά επεξεργασμένος, ο επιτηδευμένος, περίτεχνα δουλεμένος, περίτεχνος, πολυποίκιλος, έντεχνος, λεπτοδουλεμένος, επιδέξιος, λέγεται για επεξεργασία μετάλλου ή ξύλου, σε Όμηρ.· λέγεται για την κεντητική τέχνη, σε Ησίοδ., Ευρ.
II. επιδέξιος, λέγεται για τη δεξιότητα του τεχνίτη, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δαιδάλεος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀνθ. Π. 9. 755 (δαιδάλλω)· ὡς τό δαίδαλος, τεχνικῶς εἰργασμένος, πεποικιλμένος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, ζωστήρ, θώρηξ, σάκος, θρόνος, κτλ.· οὐδέποτε ἐπὶ κεντημάτων, οὐδὲ ἐν Ὀδ. Α. 131 (διότι ἐκεῖ ἀνήκει εἰς τὸ θρόνον, οὐχὶ εἰς τὸ λῖτα), Βακχυλ. 5, 140 (Blass)· -ἀλλὰ κεῖται ἐπὶ τοιαύτης σημασίας παρ’ Ἡσ. Θ. 575, Εὐρ. Ἑκ. 470, Θεοπόμπ. Κωμ. Ὀδυσσ. 2. 2) ἐπὶ φυσικῶν ἀντικειμένων, ποικίλος, κατάστικτος, κτλ., ἐπὶ ἰχθύος, Ἄλεξ. Ἀπεγλ. 3· ἐπὶ ἐλάφου, Νόνν. ΙΙ. εὐφυής, ἐπιδέξιος, ἐπὶ τῆς χειρὸς ἢ τῆς ἐμπειρίας καὶ τέχνης τοῦ τεχνίτου, Ἀνθ. Π. 9. 755, 826. Πρβλ. δαίδαλος.
Middle Liddell
I. cunningly or curiously wrought, of work in metal or wood, Hom.; of embroidery, Hes., Eur.
II. cunning, of the artificer's skill, Anth.