ποντιάς: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pontias | |Transliteration C=pontias | ||
|Beta Code=pontia/s | |Beta Code=pontia/s | ||
|Definition=ποντιάδος, ἡ, ''poet.'' fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.''N.''4.36; <b class="b3">γέφυρα π.</b>, i.e. the Isthmus, Id.''I.''4(3).20; π. αὔρα E.''Hec.''444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29. | |Definition=ποντιάδος, ἡ, ''poet.'' fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.''N.''4.36; <b class="b3">γέφυρα π.</b>, i.e. the Isthmus, Id.''I.''4(3).20; π. αὔρα [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:48, 15 November 2024
English (LSJ)
ποντιάδος, ἡ, poet. fem. of πόντιος, ἅλμα Pi.N.4.36; γέφυρα π., i.e. the Isthmus, Id.I.4(3).20; π. αὔρα E.Hec.444 (lyr.); χελώνη Crates Com.29.
German (Pape)
[Seite 681] άδος, ἡ, bes. p. fem. zu πόντιος; ἅλμα, Pind. N. 4, 36; γέφυρα, I. 3, 38, der Isthmus; αὔρα, Eur. Hec. 444; χελώνη, Crates bei Ath. III, 117 b.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de la mer, maritime.
Étymologie: πόντος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποντιάς -άδος [πόντος] adj. f., zee-, van de zee.
Russian (Dvoretsky)
ποντιάς: άδος (ᾰδ) adj. f морская (ἅλμα Pind.; αὔρα Eur.).
English (Slater)
ποντῐᾰς f. adj., of the sea βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα (N. 4.36) ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυραν ποντιάδα πρὸ Κορίνθου τειχέων (I. 4.20)
Greek Monolingual
-άδος, η, ΝΑ
αυτή που ανήκει στον πόντο, στη θάλασσα (α. «ποντιὰς αὔρα» β. «ποντιὰς ἅλμα», Πίνδ.)
αρχ.
φρ. «ποντιὰς γέφυρα» — ο ισθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + κατάλ. -ιάς (πρβλ. νησιάς)].
Greek Monotonic
ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του πόντιος, σε Πίνδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποντιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ πόντιος, ἅλμα Πινδ. Ν. 4. 59· π. γέφυρα, δηλ. ὁ ἰσθμός, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 34· π. αὔρα Εὐρ. Ἑκάβ. 444· χελώνη Κράτης Κωμ. ἐν «Σαμίοις» 1.