παραλλάξ: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(13_4) |
(CSV import) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parallaks | |Transliteration C=parallaks | ||
|Beta Code=paralla/c | |Beta Code=paralla/c | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[alternately]], [[in turn]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1087; [[ἀνάπαλιν]] καὶ παραλλάξ Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] παραλλάξ Arist.''Resp.''471a11; <b class="b3">τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται παραλλάξ</b> Id.''Mir.''835a1; of the production of leaves, Thphr.''HP''6.2.8.<br><span class="bld">2</span> [[in alternating rows]], νῆσοι… παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">παραλλὰξ εἶναι</b>, = [[παραλλάσσειν]] ΙΙ.1, ἐν δὲ τῇ γῇ καὶ παραλλάξ εἰσιν οἱ πόροι [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385b25.<br><span class="bld">III</span> [[side by side]], Hermog.''Meth.''5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] abwechselnd; ἕρπει | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] abwechselnd; ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]], Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – [[πάλιν]] καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παραλλὰξ κείμεναι im <span class="ggns">Gegensatz</span> von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />irrégulièrement (<i>par opposition à « en alignement »</i>), pêle-mêle.<br />'''Étymologie:''' [[παραλλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραλλάξ [παραλλάττω] adv., [[afwisselend]], [[beurtelings]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραλλάξ:''' adv. [[попеременно]], [[чередуясь]] (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.): ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]] Soph. (все) это движется перемежаясь; ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать; παραλλὰξ εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (με τροπ. σημ.)<br /><b>1.</b> διαδοχικά, [[εναλλάξ]]<br /><b>2.</b> [[πλευρό]] με [[πλευρό]], παραπλεύρως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «παραλλὰξ [[εἰμί]]»<br />(για δρόμους, αγωγούς, πόρους <b>κ.λπ.</b>) [[ξεκινώ]] από αντίθετο [[σημείο]] [[προς]] ένα [[άλλο]] και κατευθύνομαι [[προς]] αυτό [[χωρίς]] να συναντώμαι [[μαζί]] του, [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]] («ἐν τῇ γῇ [[παραλλάξ]] εἰσι οἱ πόροι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> επίρρ. <i>ἀλάξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[αμφαλλάξ]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραλλάξ:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> εναλλακτικά, Λατ. [[vicissium]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> σε διαδοχικές σειρές, Λατ. [[ad quincuncem dispositi]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραλλάξ''': Ἐπίρρ., [[ἐναλλάξ]], vicissim, ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]] Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. [[ἐναλλάξ]]. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ [[οὕτως]]::::, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. [[εἶναι]] = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[παραλλάσσω]]<br /><b class="num">1.</b> [[alternately]], in [[turn]], Lat. [[vicissim]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> in alternating rows, Lat. ad quincuncem dispositi, Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[alternata serie]]'', [[in alternating order]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.102.4/ 2.102.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 16 November 2024
English (LSJ)
A Adv. alternately, in turn, S.Aj.1087; ἀνάπαλιν καὶ παραλλάξ Ti.Locr.95c; [ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν] παραλλάξ Arist.Resp.471a11; τῶν ἀετῶν θάτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται παραλλάξ Id.Mir.835a1; of the production of leaves, Thphr.HP6.2.8.
2 in alternating rows, νῆσοι… παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Th.2.102.
II παραλλὰξ εἶναι, = παραλλάσσειν ΙΙ.1, ἐν δὲ τῇ γῇ καὶ παραλλάξ εἰσιν οἱ πόροι Arist.Mete.385b25.
III side by side, Hermog.Meth.5.
German (Pape)
[Seite 487] abwechselnd; ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, Soph. Ai. 1066, Schol. κατὰ διαδοχήν; – πάλιν καὶ παρ. vrbdt Tim. Locr. 95 c; Sp.; schräg neben einander, νῆσοι παραλλὰξ κείμεναι im Gegensatz von κατὰ στοῖχον, also nicht in gerader Linie, Thuc. 2, 102.
French (Bailly abrégé)
adv.
irrégulièrement (par opposition à « en alignement »), pêle-mêle.
Étymologie: παραλλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραλλάξ [παραλλάττω] adv., afwisselend, beurtelings.
Russian (Dvoretsky)
παραλλάξ: adv. попеременно, чередуясь (αἱ νῆσοι π. καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι Thuc.): ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Soph. (все) это движется перемежаясь; ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Arst. попеременно вдыхать и выдыхать; παραλλὰξ εἶναι Arst. чередоваться, перемежаться.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (με τροπ. σημ.)
1. διαδοχικά, εναλλάξ
2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως
3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί»
(για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του, παρεκκλίνω, αποκλίνω («ἐν τῇ γῇ παραλλάξ εἰσι οἱ πόροι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + επίρρ. ἀλάξ (< ἀλλάσσω), πρβλ. αμφαλλάξ].
Greek Monotonic
παραλλάξ: επίρρ.,
1. εναλλακτικά, Λατ. vicissium, σε Σοφ.
2. σε διαδοχικές σειρές, Λατ. ad quincuncem dispositi, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παραλλάξ: Ἐπίρρ., ἐναλλάξ, vicissim, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα Σοφ. Αἴ. 1087, Τιμ. Λοκρ. 95C· ἀναπνεῖν καὶ ἐκπνεῖν π. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 2, 4· τῶν ἀετῶν θἄτερον τῶν ἐκγόνων ἁλιαίετος γίνεται π. ὁ αὐτ. π. Θαυμ. 60· πρβλ. ἐναλλάξ. 2) νῆσοι .. παραλλὰξ καὶ οὐ κατὰ στοῖχον κείμεναι, δηλ. οὕτω . · . · . · . · καὶ οὐχὶ οὕτως::::, Θουκ. 2. 102. ΙΙ. π. εἶναι = παραλλάσσειν ΙΙ. 1, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 4.
Middle Liddell
[from παραλλάσσω
1. alternately, in turn, Lat. vicissim, Soph.
2. in alternating rows, Lat. ad quincuncem dispositi, Thuc.