ἄοκνος: Difference between revisions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aoknos | |Transliteration C=aoknos | ||
|Beta Code=a)/oknos | |Beta Code=a)/oknos | ||
|Definition= | |Definition=ἄοκνον, [[without hesitation]], [[resolute]], ἀνήρ Hes.''Op.''495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''563; ἄοκνος πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἄοκνος Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.''Ep.''3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.''Pel.''3; [[ἄοκνος βλάβη]] = [[pressing mischief]], [[present mischief]], S.''Tr.''841. Adv. [[ἀόκνως]] = [[without hesitation]], Hp. ''Art.''38, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''649b, Orib.''Syn.Praef.'': Sup. [[ἀοκνότατα]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.4.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[diligente]], [[ἀνήρ]] Hes.<i>Op</i>.495, φύλαξ S.<i>Ai</i>.563, τόλμα Hyp.<i>Epit</i>.17, ἕψομαι γ' [[ἄοκνος]] Cleanth.<i>Fr.Poet</i>.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. [[LXX]] <i>Pr</i>.6.11a<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis</i> Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.<i>Ep</i>.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.<i>Pel</i>.3.<br /><b class="num">2</b> [[que no prevé]] ὧν ἅδ' ἁ τλάμων [[ἄοκνος]] S.<i>Tr</i>.841 (cj.).<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> [[ἀόκνως]] = [[sin duda]], [[de forma resuelta]] διορθοῦν [[ἀόκνως]] Hp.<i>Art</i>.38, cf. Pl.<i>Lg</i>.649b, 1<i>Ep.Clem</i>.33.8, <i>IGBulg</i>.1<sup>2</sup>.13.31 (Dionisópolis I a.C.), <i>PSI</i> 621.6 (III a.C.), <i>UPZ</i> 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.<i>AI</i> 5.238, Orib.<i>Syn</i>.praef.2.<br /><b class="num">2</b> [[ἀοκνότατα]] = [[muy diligentemente]] ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.<i>Cyr</i>.1.4.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; [[βλάβη]] Tr. 839, nach Schol. [[ἀμέλλητος]]; im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[μελλητής]] Thuc. 1, 70; [[προθυμία]] ἀοκνοτάτη 1, 74; [[δύναμις]], [[στρατηγός]], Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[diligent]], [[actif]];<br /><b>2</b> [[pressant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὄκνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἄοκνος:''' [[деятельный]], [[энергичный]], [[быстрый]], [[неутомимый]] ([[ἀνήρ]] Hes.; [[φύλαξ]] Soph.; [[προθυμία]] Thuc.; τινος Soph. и πρός τι или ἔν τινι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ἄοκνος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, [[ἐνεργός]], φιλεργός, [[ἔνθα]] κ’ [[ἄοκνος]] ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· [[φύλαξ]] Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· [[πρός]] τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, [[ὅστις]] μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ [[τλάμων]] [[ἄοκνος]], μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. [[ἀόκνως]], [[ἄνευ]] ὄκνου, [[ἄνευ]] δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως [[ὁτιοῦν]] Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄοκνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, [[αποφασιστικός]], [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], [[εργατικός]], [[ακούραστος]], [[φιλόπονος]], σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ. | |lsmtext='''ἄοκνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, [[αποφασιστικός]], [[ακαταπόνητος]], [[ακατάβλητος]], [[εργατικός]], [[ακούραστος]], [[φιλόπονος]], σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=without [[hesitation]], [[untiring]], Hes., Soph., Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[unhesitating]] | |woodrun=[[unhesitating]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[impiger]]'', [[active]], [[energetic]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.70.4/ 1.70.4],<br>SUP. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.74.1/ 1.74.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:54, 16 November 2024
English (LSJ)
ἄοκνον, without hesitation, resolute, ἀνήρ Hes.Op.495; φύλακα τροφῆς ἄοκνον S.Aj.563; ἄοκνος πρὸς μελλητάς Th.1.70; ἕψομαί γ' ἄοκνος Cleanth.Stoic.1.118; πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρήσεις Epicur.Ep.3p.64U.; πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3; ἄοκνος βλάβη = pressing mischief, present mischief, S.Tr.841. Adv. ἀόκνως = without hesitation, Hp. Art.38, Pl.Lg.649b, Orib.Syn.Praef.: Sup. ἀοκνότατα X.Cyr.1.4.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1diligente, ἀνήρ Hes.Op.495, φύλαξ S.Ai.563, τόλμα Hyp.Epit.17, ἕψομαι γ' ἄοκνος Cleanth.Fr.Poet.2, ἄ. καὶ πρόθυμος Plu.2.51b, cf. LXX Pr.6.11a
•c. prep. ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητάς prontos en el obrar frente a vosotros, que lo demoráis Th.1.70, πρὸς τὰς ἀναγκαίας ... χρήσεις Epicur.Ep.[4] 131.5, πρὸς τοὺς πόνους Plu.Pel.3.
2 que no prevé ὧν ἅδ' ἁ τλάμων ἄοκνος S.Tr.841 (cj.).
II adv.
1 ἀόκνως = sin duda, de forma resuelta διορθοῦν ἀόκνως Hp.Art.38, cf. Pl.Lg.649b, 1Ep.Clem.33.8, IGBulg.12.13.31 (Dionisópolis I a.C.), PSI 621.6 (III a.C.), UPZ 145.46 (II a.C.), Plb.31.8.8, I.AI 5.238, Orib.Syn.praef.2.
2 ἀοκνότατα = muy diligentemente ᾐσθάνετο Κῦρος ... ἀ. X.Cyr.1.4.2.
German (Pape)
[Seite 272] unverdrossen, rüstig, thätig, Hes. O. 683; Soph. Ai. 560; βλάβη Tr. 839, nach Schol. ἀμέλλητος; im Gegensatz von μελλητής Thuc. 1, 70; προθυμία ἀοκνοτάτη 1, 74; δύναμις, στρατηγός, Poll. 1, 155. 178. – Adv. ἀόκνως, εἰπεῖν Plat. Legg. I, 649 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 diligent, actif;
2 pressant.
Étymologie: ἀ, ὄκνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄοκνος: деятельный, энергичный, быстрый, неутомимый (ἀνήρ Hes.; φύλαξ Soph.; προθυμία Thuc.; τινος Soph. и πρός τι или ἔν τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄοκνος: -ον, ὁ ἄνευ δισταγμοῦ, ἀποφασιστικός, ἀκούραστος, ἐνεργός, φιλεργός, ἔνθα κ’ ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 493· φύλαξ Σοφ. Αἴ. 563· ἄ. πρὸς μελλητὰς Θουκ. 1.70· πρός τι Πλουτ. Πελ. 3· ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνον μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν, ἐπικειμένην, σπεύδουσαν, Σοφ. Τρ. 841· ἀλλ’ ἴδε Jebb ἐν τόπῳ, ὅστις μετὰ τοῦ Μουσγρ. ἀναγινώσκει: ὧν ἅδ’ ἁ τλάμων ἄοκνος, μεγάλαν… βλάβαν, καὶ ἑρμηνεύει: μὴ ὑποπτεύουσα, μὴ φοβουμένη τοιαῦτα ἀποτελέσματα. ― Ἐπίρρ. ἀόκνως, ἄνευ ὄκνου, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰπεῖν τε ἀόκνως ὁτιοῦν Πλάτ. Νόμ. 649B, Ἱππ. Ἄρθρ. 803.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄοκνος, -ον)
νεοελλ.
ακούραστος, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός
2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» — επικείμενη συμφορά.
Greek Monotonic
ἄοκνος: -ον, αυτός που δεν έχει δισταγμό ή ενδοιασμό, αποφασιστικός, ακαταπόνητος, ακατάβλητος, εργατικός, ακούραστος, φιλόπονος, σε Ησίοδ., Σοφ., Θουκ.
Middle Liddell
without hesitation, untiring, Hes., Soph., Thuc.