μηνοειδής: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(CSV import) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=minoeidis | |Transliteration C=minoeidis | ||
|Beta Code=mhnoeidh/s | |Beta Code=mhnoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=μηνοειδές, ([[μείς]], [[μήνη]]) [[crescent-shaped]], [[Herodotus|Hdt.]]1.75, Th.2.76, etc.; τομαί ''Arch.Pap.''4.271 (iii A. D.); [[τάξις]], [[φάλαγξ]], X.''An.''5.2.13, Plu.''Fab.''16; <b class="b3">μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν</b> having formed them in a [[crescent]], [[Herodotus|Hdt.]]8.16; of the sun [[when partially eclipsed]], Th.2.28, X.''HG''4.3.10; of the [[crescent]] moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; <b class="b3">μ. γωνία</b> [[lune-like]] angle, Procl.''in Euc.''p.190.8, al. Adv. [[μηνοειδῶς]] Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. ''VA''3.11, Longus 2.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man [[τάγμα]] ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ [[ἥλιος]] γενόμενος [[μηνοειδής]], bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo [[σελήνη]] [[πανσέληνος]], μ., [[ἀμφίκυρτος]] die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ [[κύρτωμα]], von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; [[σχῆμα]], 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ [[ἦσαν]] μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0175.png Seite 175]] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man [[τάγμα]] ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ [[ἥλιος]] γενόμενος [[μηνοειδής]], bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo [[σελήνη]] [[πανσέληνος]], μ., [[ἀμφίκυρτος]] die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ [[κύρτωμα]], von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; [[σχῆμα]], 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ [[ἦσαν]] μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />en forme de demi-lune <i>ou</i> de croissant.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]², [[εἶδος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηνοειδής:''' [[полулунный]], [[серпообразный]], [[полукружный]] ([[σελήνη]] Xen., Plut.; [[τάξις]] Xen.; [[φάλαγξ]], [[περιφέρεια]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηνοειδής''': -ές, ([[μήνη]]) ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· [[τάξις]], [[φάλαγξ]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, [[ἀμφίκυρτος]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ. | |lstext='''μηνοειδής''': -ές, ([[μήνη]]) ὁ ἔχων [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· [[τάξις]], [[φάλαγξ]] Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς [[σχῆμα]] ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, [[ἀμφίκυρτος]]. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηνοειδής:''' -ές ([[μήνη]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] μισοφέγγαρου, Λατ. [[lunatus]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες | |lsmtext='''μηνοειδής:''' -ές ([[μήνη]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] μισοφέγγαρου, Λατ. [[lunatus]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν [[νεῶν]], έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε [[σχήμα]] μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη [[Σελήνη]], όταν βρίσκονται σε [[έκλειψη]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[crescent-shaped]] | |woodrun=[[crescent-shaped]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=πού [[ἔχει]] [[σχῆμα]] ἡμισελήνου). Ἀπό τό [[μήνη]] + [[εἶδος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[μήν]]. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[lunae speciem habens]]'', [[having the shape of a moon]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.28.1/ 2.28.1],<br>''[[curvatus in cornua]]'', [[curved into horns]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.76.3/ 2.76.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.34.2/ 7.34.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 16 November 2024
English (LSJ)
μηνοειδές, (μείς, μήνη) crescent-shaped, Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί Arch.Pap.4.271 (iii A. D.); τάξις, φάλαγξ, X.An.5.2.13, Plu.Fab.16; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.8.16; of the sun when partially eclipsed, Th.2.28, X.HG4.3.10; of the crescent moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; μ. γωνία lune-like angle, Procl.in Euc.p.190.8, al. Adv. μηνοειδῶς Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. VA3.11, Longus 2.25.
German (Pape)
[Seite 175] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de demi-lune ou de croissant.
Étymologie: μήν², εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
μηνοειδής: полулунный, серпообразный, полукружный (σελήνη Xen., Plut.; τάξις Xen.; φάλαγξ, περιφέρεια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μηνοειδής: -ές, (μήνη) ὁ ἔχων σχῆμα ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.· τάξις, φάλαγξ Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς σχῆμα ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16· ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10· ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β· πρβλ. διχότομος, ἀμφίκυρτος. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.
Greek Monolingual
-ές (Α μηνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «μηνοειδές οστό» — οστό της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα
β) «μηνοειδείς βαλβίδες»
ανατ. οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην αρχή της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος στην καρδιά κατά τη διαστολή της
γ) «μηνοειδής λίμνη»
(γεωμορφ.) μικρή λίμνη που καταλαμβάνει την καμπύλη ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια κοίτη.
επίρρ...
μηνοειδώς (Α)
με μηνοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -ειδής].
Greek Monotonic
μηνοειδής: -ές (μήνη, εἶδος), αυτός που έχει σχήμα μισοφέγγαρου, Λατ. lunatus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε σχήμα μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν βρίσκονται σε έκλειψη, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
μηνο-ειδής, ές μήνη, εἶδος
crescent-shaped, Lat. lunatus, Hdt., Thuc., etc.; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.:—of the sun and moon when partially eclipsed, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πού ἔχει σχῆμα ἡμισελήνου). Ἀπό τό μήνη + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη μήν.
Lexicon Thucydideum
lunae speciem habens, having the shape of a moon, 2.28.1,
curvatus in cornua, curved into horns, 2.76.3, 7.34.2.