παρανομία: Difference between revisions

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paranomia
|Transliteration C=paranomia
|Beta Code=paranomi/a
|Beta Code=paranomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[transgression of law]], [[decency]], or [[order]], <span class="bibl">Antipho 5.12</span>, <span class="bibl">Th.4.98</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 537e</span>, etc.; <b class="b3">ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν</b> [[loose and disorderly habits]] of life, <span class="bibl">Th.6.15</span>, cf. <span class="bibl">28</span>; π. εἴς τινας <span class="bibl">Plb.3.6.13</span>; περὶ τὰς σπονδάς <span class="bibl">D.H. 8.4</span>; [[illegality]], personified, <span class="bibl">Plb.18.54.10</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[transgression of law]], [[decency]], or [[order]], Antipho 5.12, Th.4.98, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 537e, etc.; <b class="b3">ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν</b> [[loose and disorderly habits]] of life, Th.6.15, cf. 28; π. εἴς τινας Plb.3.6.13; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4; [[illegality]], personified, Plb.18.54.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0491.png Seite 491]] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des [[παράνομος]], das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ [[κατάλυσις]] τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0491.png Seite 491]] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des [[παράνομος]], das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ [[κατάλυσις]] τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[violation de la loi]], [[illégalité]], [[méfait]];<br /><b>2</b> [[violation des usages]], [[des coutumes]], [[singularité]].<br />'''Étymologie:''' [[παράνομος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρανομία -ας, ἡ [παράνομος] het onwettig handelen; abnormaal gedrag:. ἡ κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομία ἐς τὴν δίαιταν de buitensporigheid van zijn fysieke lifestyle Thuc. 6.15.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανομία:''' ἡ [[противозаконный образ действий]], [[беззаконие]] (παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Thuc.; εἴς τινα Polyb.): π. εἰς τὴν δίαιταν Thuc. распутный образ жизни.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανομία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, [[παράβασις]] νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] π. εἰς τὴν δίαιταν, [[ἕξις]] τοῦ βίου [[ἀκατάστατος]], Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· [[περί]] τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
|lstext='''παρανομία''': ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, [[παράβασις]] νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] π. εἰς τὴν δίαιταν, [[ἕξις]] τοῦ βίου [[ἀκατάστατος]], Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· [[περί]] τι Διον. Ἁλ. 8. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> violation de la loi, illégalité, méfait;<br /><b>2</b> violation des usages, des coutumes, singularité.<br />'''Étymologie:''' [[παράνομος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρανομία:''' ἡ, [[παραβίαση]] του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] [[παρανομία]] εἰς τὴν δίαιταν, [[χαλαρός]] και [[ακατάστατος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Θουκ.
|lsmtext='''παρανομία:''' ἡ, [[παραβίαση]] του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ [[σῶμα]] [[παρανομία]] εἰς τὴν δίαιταν, [[χαλαρός]] και [[ακατάστατος]] [[τρόπος]] ζωής, σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρανομία -ας, ἡ [παράνομος] het onwettig handelen; abnormaal gedrag:. ἡ κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομία ἐς τὴν δίαιταν de buitensporigheid van zijn fysieke lifestyle Thuc. 6.15.4.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανομία:''' ἡ [[противозаконный образ действий]], [[беззаконие]] (παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Thuc.; εἴς τινα Polyb.): π. εἰς τὴν δίαιταν Thuc. распутный образ жизни.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 45: Line 45:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[lawlessness]], [[wrongfulness]], [[irregularities]], [[lawless conduct]], [[transgression of the law]], [[violation of the law]], [[wrong-fulness]]
|woodrun=[[lawlessness]], [[wrongfulness]], [[irregularities]], [[lawless conduct]], [[transgression of the law]], [[violation of the law]], [[wrong-fulness]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[insolentia]], [[morum violatio]]'', [[arrogance]], [[violation of morals]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.132.2/ 1.132.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.98.6/ 4.98.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.15.4/ 6.15.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.28.2/ 6.28.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανομία Medium diacritics: παρανομία Low diacritics: παρανομία Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paranomía Transliteration B: paranomia Transliteration C: paranomia Beta Code: paranomi/a

English (LSJ)

ἡ, transgression of law, decency, or order, Antipho 5.12, Th.4.98, Pl.R. 537e, etc.; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. ἐς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Th.6.15, cf. 28; π. εἴς τινας Plb.3.6.13; περὶ τὰς σπονδάς D.H. 8.4; illegality, personified, Plb.18.54.10.

German (Pape)

[Seite 491] ἡ, das Wesen und die Handlungsweise des παράνομος, das Handeln gegen Gesetze, Sitten u. Gebräuche, Gesetzwidrigkeit; Thuc. 4, 98; εἴς τι, z. B. εἰς τὴν δίαιταν, εἰς τὰ ἐπιτηδεύματα, eine ausschweifende, ungewöhnliche Lebensart, 6, 15. 28; παρανομίας ἐμπίπλανται, Plat. Rep. VII, 537 e, öfter; Sp., καὶ κατάλυσις τῶν ἐθῶν Luc. Tim. 42.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 violation de la loi, illégalité, méfait;
2 violation des usages, des coutumes, singularité.
Étymologie: παράνομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρανομία -ας, ἡ [παράνομος] het onwettig handelen; abnormaal gedrag:. ἡ κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομία ἐς τὴν δίαιταν de buitensporigheid van zijn fysieke lifestyle Thuc. 6.15.4.

Russian (Dvoretsky)

παρανομία:противозаконный образ действий, беззаконие (παρανομίαν ἐπὶ τοῖς μὴ ἀνάγκῃ κακοῖς ὀνομασθῆναι Thuc.; εἴς τινα Polyb.): π. εἰς τὴν δίαιταν Thuc. распутный образ жизни.

Greek (Liddell-Scott)

παρανομία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ παρανόμου, παράβασις νόμου εὐπρεπείας ἢ τάξεως, Ἀντιφῶν 130. 42, Θουκ. 4. 98, Πλάτ. Πολ. 537E, κ. ἀλλ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν, ἕξις τοῦ βίου ἀκατάστατος, Θουκ. 6. 15, πρβλ. 28 π. εἴς τινα Πολύβ. 3. 6, 13· περί τι Διον. Ἁλ. 8. 4.

English (Strong)

from the same as παρανομέω; transgression: iniquity.

English (Thayer)

παρανομίας, ἡ (παράνομος (from παρά (which see IV:2) and νόμος)), breach of law, transgression, wickedness: Thucydides, Plato, Demosthenes, others; the Sept..)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράνομος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παρανομώ, η παράβαση τών νόμων ή κανόνων της ευπρέπειας ή της τάξης, παράνομη πράξη
νεοελλ.
δράση, πολιτική ή κοινωνική, έξω από την παραδεδεγμένη νομιμότητα
αρχ.
ως κύριο όν. Παρανομία
η αδικία («δύο κατεσκεύαζε βωμούς, τὸν μὲν Ἀσεβείας, τὸν δὲ Παρανομίας», Πολ.).

Greek Monotonic

παρανομία: ἡ, παραβίαση του νόμου, της ευπρέπειας ή της τάξης, σε Θουκ., Πλάτ.· ἡ κατὰ τὸ σῶμα παρανομία εἰς τὴν δίαιταν, χαλαρός και ακατάστατος τρόπος ζωής, σε Θουκ.

Middle Liddell

παρανομία, ἡ,
transgression of law, decency or order, Thuc., Plat.; ἡ κατὰ τὸ σῶμα π. εἰς τὴν δίαιταν loose and disorderly habits of life, Thuc. [from παράνομος

Chinese

原文音譯:paranom⋯a 爬拉-挪米阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-律法
字義溯源:犯罪,過犯,違法,目無法紀;源自(παρανομέω)=犯法);由(παρά)*=旁,出於)與(νόμος)=律法,分出)組成;其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (ἀγνόημα)同義字比較: (νόμος)=律法
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 過犯(1) 彼後2:16

English (Woodhouse)

lawlessness, wrongfulness, irregularities, lawless conduct, transgression of the law, violation of the law, wrong-fulness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

insolentia, morum violatio, arrogance, violation of morals, 1.132.2, 4.98.6, 6.15.4, 6.28.2.