αὐτόνομος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftonomos
|Transliteration C=aftonomos
|Beta Code=au)to/nomos
|Beta Code=au)to/nomos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[living under one's own laws]], [[independent]], of persons and states, Hdt.1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th., ααὐτόνομος ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63; ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139; αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33; αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36, cf. Lac.3.1; πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομος IG3.481, al.; αὐτόνομος πολιτεία Plu.Rom.27.<br><span class="bld">2</span> generally, [[of one's own free will]], ἀλλ' αὐ.… Ἀΐδην καταβήσει S.Ant.821 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> of animals, [[feeding and ranging at will]], AP7.8 (Antip. Sid.).
|Definition=αὐτόνομον,<br><span class="bld">A</span> [[living under one's own laws]], [[independent]], of persons and states, [[Herodotus|Hdt.]]1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th., ααὐτόνομος ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63; ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139; αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33; αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36, cf. Lac.3.1; πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομος IG3.481, al.; αὐτόνομος πολιτεία Plu.Rom.27.<br><span class="bld">2</span> generally, [[of one's own free will]], ἀλλ' αὐ.… Ἀΐδην καταβήσει S.Ant.821 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> of animals, [[feeding and ranging at will]], AP7.8 (Antip. Sid.).
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ [[συχν]]. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]]… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciudades y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d’États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui se régit par ses propres lois]], [[indépendant]], [[autonome]] <i>en parl. d'États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>nach eigenen Gesetzen</i>, also <i>frei und [[unabhängig]] [[lebend]]</i>, Her. 8.140.1; ᾍδαν καταβήσει Soph. <i>Ant</i>. 815; Sp.; bes. von [[Staaten]], <i>[[unabhängig]]</i>, mit [[ἐλεύθερος]] [[verbunden]], [[öfter]] Dem.; πόλεις Pol. 4.27; [[πολιτεία]] Plut. <i>Rom</i>. 27. – Von Tieren, <i>frei [[weidend]]</i>, ἀγέλαι θηρῶν Antip.Sid. 67 (VII.8).
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνομος:'''<br /><b class="num">1</b> [[живущий по собственным законам]], [[автономный]], [[независимый]], [[самостоятельный]] ([[ἄνδρες]] Her.; πόλεις Arst., Polyb.; [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[свободный]], [[вольный]] (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[добровольный]] (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciu. y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
|lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]]… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόνομος]], -ον)<br />αυτός ([[άνθρωπος]] ή [[τόπος]]) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο [[ίδιος]], [[αυτοκυβέρνητος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυτοτελής]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το αυτόνομον</i> ή «αυτόνομη Εκκλησία» — [[καθεστώς]] κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική [[ανεξαρτησία]] στην [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] των αρχιερέων της [[αλλά]] η [[χειροτονία]] του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[εύνομος]], [[ισόνομος]])].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτόνομος]], -ον)<br />αυτός ([[άνθρωπος]] ή [[τόπος]]) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο [[ίδιος]], [[αυτοκυβέρνητος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυτοτελής]], [[αυτοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το αυτόνομον</i> ή «αυτόνομη Εκκλησία» — [[καθεστώς]] κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική [[ανεξαρτησία]] στην [[εκλογή]] και [[χειροτονία]] των αρχιερέων της [[αλλά]] η [[χειροτονία]] του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] ([[πρβλ]]. [[εύνομος]], [[ισόνομος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόνομος:''' -ον ([[νέμομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει [[κάτω]] από τους δικούς του κανόνες, [[ανεξάρτητος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά [[βούληση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''αὐτόνομος:''' -ον ([[νέμομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει [[κάτω]] από τους δικούς του κανόνες, [[ανεξάρτητος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά [[βούληση]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνομος:'''<br /><b class="num">1)</b> живущий по собственным законам, автономный, независимый, самостоятельный ([[ἄνδρες]] Her.; πόλεις Arst., Polyb.; [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> свободный, вольный (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> добровольный (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νέμομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[living]] under one's own laws, [[independent]], Hdt., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], of one's own [[free]] [[will]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> of animals, [[feeding]] and ranging at [[will]], Anth.
|mdlsjtxt=[[νέμομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[living]] under one's own laws, [[independent]], Hdt., [[Attic]]<br /><b class="num">2.</b> [[generally]], of one's own [[free]] [[will]], Soph.<br /><b class="num">3.</b> of animals, [[feeding]] and ranging at [[will]], Anth.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[free politically]]
|woodrun=[[free politically]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[suis legibus vivens]]'', [[living under its own laws]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.67.2/ 1.67.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.97.1/ 1.97.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.113.4/ 1.113.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.139.1/ 1.139.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.139.3/ 1.139.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.140.3/ 1.140.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.140.3/ 1.140.3][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.144.2/ 1.144.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.29.2/ 2.29.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.71.2/ 2.71.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.71.4/ 2.71.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.96.2/ 2.96.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.96.3/ 2.96.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.4.1/ 2.4.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.98.3/ 2.98.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.98.4/ 2.98.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.101.3/ 2.101.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.10.6/ 3.10.6], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.11.1/ 3.11.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%203.11.2/ 3.11.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.39.2/ 3.39.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.86.1/ 4.86.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.88.1/ 4.88.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.18.2/ 5.18.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.18.5/ 5.18.5], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.27.2/ 5.27.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.31.4/ 5.31.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.33.3/ 5.33.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.77.5/ 5.77.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.79.1/ 5.79.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.69.3/ 6.69.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.77.1/ 6.77.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.85.2/ 6.85.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%206.88.4/ 6.88.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.3/ 7.57.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%207.57.4/ 7.57.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.7.1/ 7.7.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.58.3/ 7.58.3].<br>''[[sine ullo rectore]], [[arbitrio suo vivens]]'', [[without any ruler]], [[living as it pleased]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.63.3/ 2.63.3],<br>''[[liber et solutus]]'', [[free and independent]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.16.1/ 2.16.1].
}}
{{trml
|trtx====[[independent]]===
Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: [[onafhankelijk]], [[zelfstandig]]; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: [[indépendant]]; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: [[unabhängig]], [[selbständig]]; Greek: [[ανεξάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἄβλεπτος]], [[ἄδεσμος]], [[ἀκατάτακτος]], [[ἀνεπίτακτος]], [[ἀνυπότακτος]], [[ἀσύζυγος]], [[ἀσύνδετος]], [[ἀσυνδύαστος]], [[αὐθαίρετος]], [[αὐθεντικός]], [[αὐτάρκης]], [[αὐτεξούσιος]], [[αὐτοδέσποτος]], [[αὐτόδικος]], [[αὐτοκράτειρα]], [[αὐτοκρατής]], [[αὐτοκρατορικός]], [[αὐτοκράτωρ]], [[αὐτόνομος]], [[αὐτόστατος]], [[αὐτόστοιχος]], [[αὐτόταγος]], [[αὐτοτελής]], [[ἐλεύθερος]]; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: [[indipendente]]; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: [[independens]]; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: [[independente]]; Romanian: independent, liber; Russian: [[независимый]], [[самостоятельный]], [[свободный]]; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: [[independiente]]; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập
}}
}}

Latest revision as of 15:07, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνομος Medium diacritics: αὐτόνομος Low diacritics: αυτόνομος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: autónomos Transliteration B: autonomos Transliteration C: aftonomos Beta Code: au)to/nomos

English (LSJ)

αὐτόνομον,
A living under one's own laws, independent, of persons and states, Hdt.1.96, 8.140.ά, Cratin. 15 D., etc.; freq. in Th., ααὐτόνομος ἐπὶ σφῶν αὐτῶν οἰκεῖν Id.2.63; ἀφιέναι αὐ. τινα Id.1.139; αὐ. ποιεῖν τινα Id.5.33; αὐ. ἀπό τινος X.HG 5.1.36, cf. Lac.3.1; πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτόνομος IG3.481, al.; αὐτόνομος πολιτεία Plu.Rom.27.
2 generally, of one's own free will, ἀλλ' αὐ.… Ἀΐδην καταβήσει S.Ant.821 (lyr.).
3 of animals, feeding and ranging at will, AP7.8 (Antip. Sid.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que se rige por sus propias leyes, independiente, autónomo, αὐτόνομος ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.Ant.821, muy frec. en usos pred., de ciudades y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.Aër.16, 25, op. ἐλεύθερος IG 22.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, IG 22.3301.5 (II d.C.).
2 de ganado que pace en libertad, AP 7.8 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome en parl. d'États et de personnes;
2 qui agit de soi-même, volontairement ou spontanément.
Étymologie: αὐτός, νέμω.

German (Pape)

nach eigenen Gesetzen, also frei und unabhängig lebend, Her. 8.140.1; ᾍδαν καταβήσει Soph. Ant. 815; Sp.; bes. von Staaten, unabhängig, mit ἐλεύθερος verbunden, öfter Dem.; πόλεις Pol. 4.27; πολιτεία Plut. Rom. 27. – Von Tieren, frei weidend, ἀγέλαι θηρῶν Antip.Sid. 67 (VII.8).

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνομος:
1 живущий по собственным законам, автономный, независимый, самостоятельный (ἄνδρες Her.; πόλεις Arst., Polyb.; πολιτεία Plut.);
2 свободный, вольный (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);
3 добровольный (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνομος: -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ πόλεων, Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· προσέτι, αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ πόλις… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) καθόλου, κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ αὐτόνομος, ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόνομος, -ον)
αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος
νεοελλ.
1. αυτοτελής, αυτοδύναμος
2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» — καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει πλήρη διοικητική ανεξαρτησία στην εκλογή και χειροτονία των αρχιερέων της αλλά η χειροτονία του αρχιεπισκόπου γίνεται ή επικυρώνεται από τον οικείο πατριάρχη
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση
2. αυτός που τριγυρίζει ελεύθερα στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -νομος < νέμω (πρβλ. εύνομος, ισόνομος)].

Greek Monotonic

αὐτόνομος: -ον (νέμομαι
1. αυτός που ζει κάτω από τους δικούς του κανόνες, ανεξάρτητος, σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση κάποιου, σε Σοφ.
3. λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά βούληση, σε Ανθ.

Middle Liddell

νέμομαι
1. living under one's own laws, independent, Hdt., Attic
2. generally, of one's own free will, Soph.
3. of animals, feeding and ranging at will, Anth.

English (Woodhouse)

free politically

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

suis legibus vivens, living under its own laws, 1.67.2, 1.97.1, 1.113.4, 1.139.1, 1.139.3, 1.140.3. 1.140.31.144.2, 2.29.2, 2.71.2, 2.71.4. 2.96.2, 2.96.3. 2.4.1. 2.98.3. 2.98.4. 2.101.3. 3.10.6, 3.11.1. 3.11.2. 3.39.2, 4.86.1. 4.88.1. 5.18.2, 5.18.5, 5.27.2. 5.31.4. 5.33.3, 5.77.5. 5.79.1. 6.69.3. 6.77.1, 6.85.2. 6.88.4. 7.57.3, 7.57.4. 7.7.1. 7.58.3.
sine ullo rectore, arbitrio suo vivens, without any ruler, living as it pleased, 2.63.3,
liber et solutus, free and independent, 2.16.1.

Translations

independent

Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập