χηρεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chireia
|Transliteration C=chireia
|Beta Code=xhrei/a
|Beta Code=xhrei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[widowhood]], <span class="bibl">Th.2.45</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Mi.</span>1.16</span>, <span class="bibl">Sor.1.31</span>, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα <span class="title">IG</span>14.1960.5. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[want]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης <span class="bibl">Ph.1.358</span>; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου <span class="bibl">Id.2.492</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[widowhood]], Th.2.45, [[LXX]] Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[want]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ἡ, der [[Witwenstand]], Thuc. 2, 45.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[veuvage]].<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χηρεία:''' ἡ [[вдовство]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χηρεία:''' ἡ ([[χηρεύω]]), [[χηρεία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''χηρεία:''' ἡ ([[χηρεύω]]), [[χηρεία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''χηρεία:''' ἡ вдовство Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χηρεία]], ἡ, [[χηρεύω]]<br />[[widowhood]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[χηρεία]], ἡ, [[χηρεύω]]<br />[[widowhood]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[viduitas]]'', [[widowhood]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.45.2/ 2.45.2].
}}
{{trml
|trtx====[[widowhood]]===
Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: [[veuvage]]; Galician: viuvez; German: [[Witwenschaft]], [[Witwentum]], [[Witwenstand]], [[Verwitwung]]; Greek: [[χηρεία]]; Ancient Greek: [[χηραιότης]], [[χηρεία]], [[χήρευσις]], [[χηροσύνη]]; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: [[viduitas]]; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: [[вдовство]]; Spanish: [[viudez]], [[viudedad]]; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk
}}
}}

Latest revision as of 15:29, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεία Medium diacritics: χηρεία Low diacritics: χηρεία Capitals: ΧΗΡΕΙΑ
Transliteration A: chēreía Transliteration B: chēreia Transliteration C: chireia Beta Code: xhrei/a

English (LSJ)

ἡ,
A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.
II metaph., want, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, der Witwenstand, Thuc. 2, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
veuvage.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χηρεία:вдовство Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεία: ἡ, (χηρεύω) ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., ἔλλειψις, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α χήρα
1. η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία της προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψηχηρεία γνησίου», Φίλ.).

Greek Monotonic

χηρεία: ἡ (χηρεύω), χηρεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

χηρεία, ἡ, χηρεύω
widowhood, Thuc.

Lexicon Thucydideum

viduitas, widowhood, 2.45.2.

Translations

widowhood

Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: veuvage; Galician: viuvez; German: Witwenschaft, Witwentum, Witwenstand, Verwitwung; Greek: χηρεία; Ancient Greek: χηραιότης, χηρεία, χήρευσις, χηροσύνη; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: viduitas; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: вдовство; Spanish: viudez, viudedad; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk