καταδαπανάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadapanao
|Transliteration C=katadapanao
|Beta Code=katadapana/w
|Beta Code=katadapana/w
|Definition=<span class="bld">A</span> [[squander]], τὴν οὐσίαν Arist.''Pol.''1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι [[Herodotus|Hdt.]]5.34:—Med., to [[be prodigal]], Pyrrho ap.Ath. 10.419e.<br><span class="bld">II</span> [[consume]], of an army, X.''An.''2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ [[LXX]] ''Wi.''5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.''Hist.'' p.269D.<br><span class="bld">2</span> [[absorb]], [[do away with]], Aët.7.91.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[squander]], τὴν οὐσίαν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι [[Herodotus|Hdt.]]5.34:—Med., to [[be prodigal]], Pyrrho ap.Ath. 10.419e.<br><span class="bld">II</span> [[consume]], of an army, X.''An.''2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ [[LXX]] ''Wi.''5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.''Hist.'' p.269D.<br><span class="bld">2</span> [[absorb]], [[do away with]], Aët.7.91.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰπᾰνάω Medium diacritics: καταδαπανάω Low diacritics: καταδαπανάω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΠΑΝΑΩ
Transliteration A: katadapanáō Transliteration B: katadapanaō Transliteration C: katadapanao Beta Code: katadapana/w

English (LSJ)

A squander, τὴν οὐσίαν Arist.Pol.1316b23; τὸ στρωμάτων βάρος κ. εἰς τἀπιτήδεια X.Cyr.6.2.30:—Pass., [τὰ Χρήματα] κατεδεδαπάνητό σφι Hdt.5.34:—Med., to be prodigal, Pyrrho ap.Ath. 10.419e.
II consume, of an army, X.An.2.2.11; τὸν Ὅμηρον λιμὸς κατεδαπάνησεν Sotad.15.16:—Pass., καταδαπανᾶσθαι ἐν τῇ κακίᾳ LXX Wi.5.13; κατεδαπανῶντο ταῖς μάστιξι τὰ σώματα Eun.Hist. p.269D.
2 absorb, do away with, Aët.7.91.

German (Pape)

[Seite 1345] verbrauchen, verzehren, verwenden; ταῦτα τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her. 5, 34; Xen. Cyr. 6, 2, 30 u. Sp.; λιμός τινα Sotad. bei Stob. fl. 98, 9. – Med. bei Ath. X, 419 e, großen Aufwand machen.

French (Bailly abrégé)

καταδαπανῶ :
dépenser largement, consumer, épuiser.
Étymologie: κατά, δαπανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δαπανάω verspillen, geheel verbruiken:. ἔνθα δέ τι ἦν, ἡμεῖς διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν waar er iets was, hebben we het tijdens onze tocht verbruikt Xen. An. 2.2.11; κ. τὴν οὐσίαν zijn vermogen erdoorheen jagen Aristot. Pol. 1316b23.

Russian (Dvoretsky)

καταδᾰπᾰνάω:
1 полностью тратить, до конца расходовать (τὰ χρήματα καταδεδαπάνητό σφι Her.);
2 расточать (τὴν οὐσίαν Arst.);
3 уничтожать (τὰ περιέχοντα τὴν γῆν Arst.);
4 производить замену, заменять (τὸ στρωμάτων βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια κ. Xen.).

Greek Monotonic

καταδᾰπᾰνάω: μέλ. -ήσω,
I. σπαταλώ, διασπαθίζω, ασωτεύω, σε Ξεν. — Παθ., (τὰ χρήματα) καταδεδαπάνητό σφι, σε Ηρόδ.
II. καταστρέφομαι, φθείρομαι ολοκληρωτικά, λέγεται για στρατό, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰδᾰπανάω: σπαταλῶ, ἀσωτεύω, τὴν οὐσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 18· καὶ τὸ τῶν στρωμάτων δὲ βάρος εἰς τὰ ἐπιτήδεια καταδαπανᾶτε, δηλ. ἀντὶ νὰ φέρητε μεθ’ ἑαυτῶν πολλὰ στρώματα, νὰ φέρητε πολλὰς τροφάς, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30·- Παθ., τὰ χρήματα κατεδαπάνητό σφι Ἡρόδ. 5. 34.·- Μέσ., εἶμαι ἄσωτος, Πύρρων παρ’ Ἀθην. 419Ε. ΙΙ. καταναλίσκω, ἔνθα δ’ εἴ τι ἦν διαπορευόμενοι κατεδαπανήσαμεν, ἐπὶ τροφῶν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· λιμὸς κ. τινα Σωτάδ. παρὰ Στοβ. 528. 21:- Παθ., καταδαπανᾶσθαι κακίᾳ, αἰκισμοῖς, κτλ., Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ε΄, 14), Ἐκκλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to squander, lavish, Xen.:— Pass., [τὰ χρήματα] καταδεδαπάνητό σφι Hdt.
II. to consume entirely, of an army, Xen.