ψήκτρα: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psiktra | |Transliteration C=psiktra | ||
|Beta Code=yh/ktra | |Beta Code=yh/ktra | ||
|Definition=ἡ, (ψήχω) [[curry-comb]] for horses, | |Definition=ἡ, ([[ψήχω]]) [[curry-comb]] for horses, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''475, E.''Hipp.'' 1174, Ar.''Fr.''62, ''AP''6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), ''PSI'' 4.430.5 (iii B.C.), etc. In [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also [[ψακτήρ]] and (as glosses on [[ξύστρα]]). Also [[strigil]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] [[roskam]], [[kam]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψήκτρια]] και ψηκτρία και [[ψηκτρίς]], - | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[ψήκτρια]] και ψηκτρία και [[ψηκτρίς]], -ίδος, Α<br />[[εργαλείο]] απόξεσης ή καθαρισμού, [[ιδίως]] του τριχώματος τών αλόγων, [[ξυστρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εργαλείο]] από ισομήκεις [[τρίχες]], ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή [[στίλβωση]], [[βούρτσα]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[αγώγιμο]] [[σώμα]], [[κατά]] κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα [[επαφή]] την ηλεκτρική [[σύνδεση]] [[μεταξύ]] κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> / -<i>τρια</i> / -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[ψύκτρα]], [[δέκτρια]], <i>ὀρυκ</i>-[[τρίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ψήκτρα]], ἡ, [[ψήχω]]<br />an [[instrument]] used by bathers, a [[scraper]], like [[στλεγγίς]], Eur., Anth. | |mdlsjtxt=[[ψήκτρα]], ἡ, [[ψήχω]]<br />an [[instrument]] used by bathers, a [[scraper]], like [[στλεγγίς]], Eur., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[βούρτσα]]). Ἀπό τό [[ψήχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[βούρτσα]]). Ἀπό τό [[ψήχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[strigil]]=== | |||
be: стрыгіль; ca: estrígil; de: [[Strigilis]]; el: [[στλεγγίδα]]; grc: [[στεγγίς]], [[στλέγγος]], [[στεργίς]], [[τλεγγίς]], [[στελεγγίς]], [[στελγίς]], [[στλεγγίς]]; en: [[strigil]]; es: [[estrígil]]; eu: estrigil; fr: [[strigile]]; he: סטריגיל; it: [[strigile]]; ja: 肌かき器; la: [[strigilis]]; mk: стригил; pt: [[estrígil]]; ru: [[стригиль]]; sh: strigil; sv: strigel; uk: стригіль | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 21 December 2024
English (LSJ)
ἡ, (ψήχω) curry-comb for horses, S.Fr.475, E.Hipp. 1174, Ar.Fr.62, AP6.233 (Maec.), 246 (Phld. or Marc.Arg.), PSI 4.430.5 (iii B.C.), etc. In Hsch. also ψακτήρ and (as glosses on ξύστρα). Also strigil.
German (Pape)
[Seite 1396] ἡ, ein Werkzeug, damit abzustreichen, abzureiben oder abzukratzen, bes. eine Pferdestriegel, Soph. frg. 422; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας Eur. Hipp. 1174; σιδηρόδετος Qu. Maec. 6 (VI, 233); δονακῆτις Phani. 6 (VI, 307); ἐρυοίθριξ Philodem. 27 (VI, 246).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
étrille pour les chevaux.
Étymologie: ψήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψήκτρα -ας, ἡ [ψήχω] roskam, kam.
Russian (Dvoretsky)
ψήκτρα: ἡ скребок, скребница Soph., Eur., Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ψήκτρα: ἡ, (ψήχω) ἐργαλεῖόν τι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἐν τοῖς λουτρῶσι λουομένοις, εἶδος ξύστρου, ὡς τὸ στλεγγίς, Σοφ. Ἀποσπ. 422, Εὐρ. Ἱππ. 1174, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 138, Ἀνθ. Π. 233, 246, κλπ. Παρ’ Ἡσύχ. καὶ ψήκτρια, ψηκτρια, ψηκτρίς, ψακτήρ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, -ίδος, Α
εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως του τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί
νεοελλ.
1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα
2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα, κατά κανόνα σταθερό, προοριζόμενο να εξασφαλίζει με ολισθαίνουσα επαφή την ηλεκτρική σύνδεση μεταξύ κινητού οργάνου και σταθερού ηλεκτροδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήχω + επίθημα -τρα / -τρια / -τρίς (πρβλ. ψύκτρα, δέκτρια, ὀρυκ-τρίς)].
Greek Monotonic
ψήκτρα: ἡ (ψύχω), όργανο που χρησιμοποιείται από τους λουόμενους στα λουτρά, ξύστρα, όπως το στλεγγίς, σε Ευρ., Ανθ.
Middle Liddell
ψήκτρα, ἡ, ψήχω
an instrument used by bathers, a scraper, like στλεγγίς, Eur., Anth.
Mantoulidis Etymological
(=βούρτσα). Ἀπό τό ψήχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
strigil
be: стрыгіль; ca: estrígil; de: Strigilis; el: στλεγγίδα; grc: στεγγίς, στλέγγος, στεργίς, τλεγγίς, στελεγγίς, στελγίς, στλεγγίς; en: strigil; es: estrígil; eu: estrigil; fr: strigile; he: סטריגיל; it: strigile; ja: 肌かき器; la: strigilis; mk: стригил; pt: estrígil; ru: стригиль; sh: strigil; sv: strigel; uk: стригіль