Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγείρω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(13_7_3b)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0011.png Seite 11]] (entst. aus ἀγερίω; von [[ἄγω]] leiten es VLL. her u. erkl. die einzelnen Formen gew. durch [[συναθροίζω]], auch συλλεγῆναι), aor. I. ἤγειρα, Xen. An. 3, 2, 13; pass. ἀγήγερμαι; [[ἀγηγέρατο]] Od. 24, 21; ἠγέρθην, bei Hom. neben med. aor. II. ἀγερέσθαι oder ἀγέρεσθαι, Odyss. 2, 385, ἀγέροντο Il. 2, 94 u. part. sync. [[ἀγρόμενος]] z. B. 7, 134. Vgl. [[ἠγερέθομαι]] unten. – Zusammen führen, herumgehend sammeln, u. zwar 1) gew. λαόν, das Volk zum Kampfe, Il. 11, 770. 9, 338. 11, 716. 16, 129 u. ähnlich 17, 222 ἐνθάδ' ἀφ' ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον, u. so nvch Loll. Bass. 4 (IX, 236), [[πόλις]] ἐν ὅπλοις ἠγέρθη; – zur berathenden Versammlung, Od. 3, 140 μύθου [[ἕνεκα]], 2, 28. 41, u. im med. τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα, sie sammelten sich, = ἠγέρθησαν, Il. 2, 52 Od. 2, 8; [[ἤγερθεν]] ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο Il. 1, 57 u. a.; – ἀγείρεσθαι ἐπὶ νῆα Od. 2, 385, ἀγέροντο ἐς ἀγορήν Il. 18, 245, [[ἀγηγέρατο]] Διὸς [[ἔνδον]], beim Zeus, Il. 20, 13 (So auch Pind. P. 9, 54 ἐπὶ λαὸν ἀγείρας); – auch zur Flucht, Il. 2, 664; ἑτάρους, zur Seefahrt, 3, 47; θηρήτορας, 9, 544, zur Jagd. Vom Vieh, βόεσσιν ἀγρομένῃσι 2, 481, σύεσσιν Od. 14, 25. 16, 3. Auch in Prosa: συμμάχους Thuc. 2, 17; στόλον 1, 4; ἐρέτας 1, 31, wie Soph. O. C. 1308; στρατιάν Xen. An. 3, 2, 8 (ἐμπόρους πλείους [[ἀγείρω]] Hier. 9, 9, heranziehen); Phalar. Ep. 51; Dionys. Hal. A. R. 11, 42; ἀπὸ συμμάχων στρατόν 5, 14 (wie Plut. Timol. 20); πολλὰς δυνάμεις 10, 9; [[στράτευμα]] Soph. El. 684; Appian. Mithr. 84 στρατιὰν ἀγείρων περιῄει, ein Heer werbend. – 2) übrtr., ἄψορρόν οἱ θυμὀς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη Il. 4, 152, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Il. 22, 475 Od. 5, 458. 24, 349, wie νέον δ' ἐσαγείρετο θυμόν Il. 15, 240; vgl. πνεῦμ' ἄθροισον Eur. Phoen. 858. – 3) herumgehend Gaben sammeln, Hom. πολλὰ χρήματα ἀν' Αἰγυπτίους Od. 14, 285, αἴθοπα [[οἶνον]] [[δημόθεν]] 19, 197, πύρνα κατὰ μνηστῆρας 17, 362, βίοτον καὶ χρυσόν 3, 301, u. absol. [[ἡμεῖς]] δ' [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα 13, 14; Theocr. 14, 40 βίον ἄλλον, von der Futter sammelnden Schwalbe. So auch Theophr. bei Ael. V. H. 4, 20 vom Demokrit, περιῄει κρείττονα ἀγερμὸν ἀγείρων Μενελάου, mit Anspielung auf Hom. Hierauf beziehen sich die Erkl. E. M. v. πολιοὶ λύκοι; ὁ ἀποκτείνας λύκον ἀγείρει αὐτῷ τὰ πρὸς ταφήν, u. v. [[ἀγύρτης]], wie Zon. u. Eust. ad Il. β., ἀγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ (σεμνύνειν setzt Suid. u. Bekk. Anecd. I. p. 331 hinzu, wo wohl σεμνυνόμενον mit Bernhardy zu lesen). Es wird nach Her. Vorgang (δωτίνας ἐκ τῶν πολίων ἀγ. 1, 61, χρήματα 1, 12), der es sogar absolut braucht, σφὶ ἀγ. 4, 35 u. ἐν τῇ ἑορτῇ V. Hom. 33, u. Plat. Rep. II, 381 d [[ἱέρεια]] ἀγείρουσα Ινάχου παισίν, bes. vom Einsammeln freier Gaben für die Cybele gebraucht; Suid. ex Philostr. V. Apoll. IV, 39 πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβων καὶ τῇ θεῷ ἀγείρων; Plut. Cleomen. 33 τύμπανονἔχων ἐν τοῖς βασιλείοις ἀγείρειν; ἀγ. τοῖς θεοῖς Apophth. Lac. p. 244; Rom. 29 αἱ θεραπαινίδες ἀγείρουσι περιϊοῦσαι; Luc. Pseudomant. 13; Cronos. 12 τῇ μητρὶ ἀγείρειν; cf. μητραγυρτής; τῇ κορώνῃ Athen. VIII,, 319 d, wo ein Lied, das dabei gesungen wurde, aufbewahrt ist. Sp. brauchen es allgemein für betteln (vgl. Ruhnk. ad Tim. Lex.). Ael. H. A. 6, 10; Maneth. 6, 299, der 2, 262 πλοῦτον hinzusetzt; Lucill. 97 (XI, 389). – 4) Allgemein: zusammenbringen, τί τῶνδ' οὐκ ἐνδίκως [[ἀγείρω]]; Aesch. Ch. 629; Paul. Sil. 35 (V, 300) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγεί. ρων, von dem finster Aussehenden, wie Them. or. 2, p. 27 a τὸν ἀγείροντα τὴν ὀφρύν sagt; Ep. ad. 300 (Plan. 138) ἀμικτότατ' εἰς ἓνἀγ. Die Glossen des Hes. ἀγείρας: ὁ [[χωλός]] (wofür Portus [[πτωχός]], Küster [[ὀχλαγωγός]] conj.) u. ἀγείρεσθαι: ἐκπορεύεσθαι, λοιδορεῖσθαι, beziehen sich vielleicht auf das Einsammeln von Gaben. Poll. 4, 45 stellt auch διδάσκεσθαι mit ἀγείρεσθαι zusammen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0011.png Seite 11]] (entst. aus ἀγερίω; von [[ἄγω]] leiten es VLL. her u. erkl. die einzelnen Formen gew. durch [[συναθροίζω]], auch συλλεγῆναι), aor. I. ἤγειρα, Xen. An. 3, 2, 13; pass. ἀγήγερμαι; [[ἀγηγέρατο]] Od. 24, 21; ἠγέρθην, bei Hom. neben med. aor. II. ἀγερέσθαι oder ἀγέρεσθαι, Odyss. 2, 385, ἀγέροντο Il. 2, 94 u. part. sync. [[ἀγρόμενος]] z. B. 7, 134. Vgl. [[ἠγερέθομαι]] unten. – Zusammen führen, herumgehend sammeln, u. zwar 1) gew. λαόν, das Volk zum Kampfe, Il. 11, 770. 9, 338. 11, 716. 16, 129 u. ähnlich 17, 222 ἐνθάδ' ἀφ' ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον, u. so nvch Loll. Bass. 4 (IX, 236), [[πόλις]] ἐν ὅπλοις ἠγέρθη; – zur berathenden Versammlung, Od. 3, 140 μύθου [[ἕνεκα]], 2, 28. 41, u. im med. τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα, sie sammelten sich, = ἠγέρθησαν, Il. 2, 52 Od. 2, 8; [[ἤγερθεν]] ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο Il. 1, 57 u. a.; – ἀγείρεσθαι ἐπὶ νῆα Od. 2, 385, ἀγέροντο ἐς ἀγορήν Il. 18, 245, [[ἀγηγέρατο]] Διὸς [[ἔνδον]], beim Zeus, Il. 20, 13 (So auch Pind. P. 9, 54 ἐπὶ λαὸν ἀγείρας); – auch zur Flucht, Il. 2, 664; ἑτάρους, zur Seefahrt, 3, 47; θηρήτορας, 9, 544, zur Jagd. Vom Vieh, βόεσσιν ἀγρομένῃσι 2, 481, σύεσσιν Od. 14, 25. 16, 3. Auch in Prosa: συμμάχους Thuc. 2, 17; στόλον 1, 4; ἐρέτας 1, 31, wie Soph. O. C. 1308; στρατιάν Xen. An. 3, 2, 8 (ἐμπόρους πλείους [[ἀγείρω]] Hier. 9, 9, heranziehen); Phalar. Ep. 51; Dionys. Hal. A. R. 11, 42; ἀπὸ συμμάχων στρατόν 5, 14 (wie Plut. Timol. 20); πολλὰς δυνάμεις 10, 9; [[στράτευμα]] Soph. El. 684; Appian. Mithr. 84 στρατιὰν ἀγείρων περιῄει, ein Heer werbend. – 2) übrtr., ἄψορρόν οἱ θυμὀς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη Il. 4, 152, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Il. 22, 475 Od. 5, 458. 24, 349, wie νέον δ' ἐσαγείρετο θυμόν Il. 15, 240; vgl. πνεῦμ' ἄθροισον Eur. Phoen. 858. – 3) herumgehend Gaben sammeln, Hom. πολλὰ χρήματα ἀν' Αἰγυπτίους Od. 14, 285, αἴθοπα [[οἶνον]] [[δημόθεν]] 19, 197, πύρνα κατὰ μνηστῆρας 17, 362, βίοτον καὶ χρυσόν 3, 301, u. absol. [[ἡμεῖς]] δ' [[αὖτε]] ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα 13, 14; Theocr. 14, 40 βίον ἄλλον, von der Futter sammelnden Schwalbe. So auch Theophr. bei Ael. V. H. 4, 20 vom Demokrit, περιῄει κρείττονα ἀγερμὸν ἀγείρων Μενελάου, mit Anspielung auf Hom. Hierauf beziehen sich die Erkl. E. M. v. πολιοὶ λύκοι; ὁ ἀποκτείνας λύκον ἀγείρει αὐτῷ τὰ πρὸς ταφήν, u. v. [[ἀγύρτης]], wie Zon. u. Eust. ad Il. β., ἀγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ (σεμνύνειν setzt Suid. u. Bekk. Anecd. I. p. 331 hinzu, wo wohl σεμνυνόμενον mit Bernhardy zu lesen). Es wird nach Her. Vorgang (δωτίνας ἐκ τῶν πολίων ἀγ. 1, 61, χρήματα 1, 12), der es sogar absolut braucht, σφὶ ἀγ. 4, 35 u. ἐν τῇ ἑορτῇ V. Hom. 33, u. Plat. Rep. II, 381 d [[ἱέρεια]] ἀγείρουσα Ινάχου παισίν, bes. vom Einsammeln freier Gaben für die Cybele gebraucht; Suid. ex Philostr. V. Apoll. IV, 39 πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβων καὶ τῇ θεῷ ἀγείρων; Plut. Cleomen. 33 τύμπανονἔχων ἐν τοῖς βασιλείοις ἀγείρειν; ἀγ. τοῖς θεοῖς Apophth. Lac. p. 244; Rom. 29 αἱ θεραπαινίδες ἀγείρουσι περιϊοῦσαι; Luc. Pseudomant. 13; Cronos. 12 τῇ μητρὶ ἀγείρειν; cf. μητραγυρτής; τῇ κορώνῃ Athen. VIII,, 319 d, wo ein Lied, das dabei gesungen wurde, aufbewahrt ist. Sp. brauchen es allgemein für betteln (vgl. Ruhnk. ad Tim. Lex.). Ael. H. A. 6, 10; Maneth. 6, 299, der 2, 262 πλοῦτον hinzusetzt; Lucill. 97 (XI, 389). – 4) Allgemein: zusammenbringen, τί τῶνδ' οὐκ ἐνδίκως [[ἀγείρω]]; Aesch. Ch. 629; Paul. Sil. 35 (V, 300) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγεί. ρων, von dem finster Aussehenden, wie Them. or. 2, p. 27 a τὸν ἀγείροντα τὴν ὀφρύν sagt; Ep. ad. 300 (Plan. 138) ἀμικτότατ' εἰς ἓνἀγ. Die Glossen des Hes. ἀγείρας: ὁ [[χωλός]] (wofür Portus [[πτωχός]], Küster [[ὀχλαγωγός]] conj.) u. ἀγείρεσθαι: ἐκπορεύεσθαι, λοιδορεῖσθαι, beziehen sich vielleicht auf das Einsammeln von Gaben. Poll. 4, 45 stellt auch διδάσκεσθαι mit ἀγείρεσθαι zusammen.
}}
{{ls
|lstext='''ἀγείρω''': παρατ. ἤγειρον, Ἡρόδ. 1. 61, 6· ἀόρ. α΄ ἤγειρα, Ἐπ. ἄγειρα, Ὀδ. Ξ, 285· παρκμ. ἀγήγερκα, (συν-) Θεοδ. Προδρ. σ. 181. - Μέσ., μέλλ. ἀγεροῦμαι (ἐπὶ παθ. σημασ.) Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 346· ἀόρ. α΄ ἠγειράμην (μεταβ.) Ἀπολλ. Ῥόδ. 4. 1335, (συν-) Ὅμ.: - Παθητ., ἀόρ. α΄ ἠγέρθην, Ὅμ.: πρκμ. ἀγήγερμαι, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 134· ὑπερσ. ἀγήγερτο, ὁ αὐτ. Μιθρ. 108, Ἐπ. γ΄ πληθ. [[ἀγηγέρατο]], Ἰλ. Δ, 211, Ἀππ. - Εὕρηται [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμήρῳ βραχυνθεὶς ἀόρ. β΄, [[μέσος]] μὲν τὴν φωνήν, ἀλλὰ παθητικὸς τὴν σημασ., ἀγέροντο, Ἰλ. Σ. 145, ἀπαρ. ἀγερέσθαι, Ὀδ. Β, 385 (οὐχὶ ἀγέρεσθαι· ἴδε Pors. ἐν τόπῳ), μετοχ. [[ἀγρόμενος]], Ἰλ. Β. 481, κτλ. ([[ἐντεῦθεν]] δὲ οἱ μεταγεν. ποιηταὶ ἐσχημάτισαν ἐνεστῶτα [[ἀγέρομαι]], π.χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 35). - [[φέρω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συναθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, λαὸν ἀγείρων, Ἰλ. Δ. 377, κτλ.· λαὸν ἀγειρόντων κατὰ νῆας, ἂς συναθροίσωσι τὸν λ... Β, 438· ἐνθάδ’ ἀπὸ ... πολίων ἤγειρα ἕκαστον, Ρ. 222· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τὸν ἐκ Θήβην στόλον, Σοφ. Ο. Κ. 1306, Θουκ. 1. 9· τὸ Ἑλλάδος [[στράτευμα]], Σοφ. Ἠλ. 695, στρατιάν, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13· εἰς μίαν οἴκησιν ἀγ. κοινωνούς, Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 84· (τό: μάχην ἤγειρας, Ἰλ. Ν. 778, ἀνήκει [[μᾶλλον]] εἰς τὸ [[ἐγείρω]], ὡς καὶ τό: πόλεμον ἤγειραν, Πλάτ. Νόμ. 685C· ἴδε Spitza. Ἰλ. Ε. 510). - Παθ., συναθροίζομαι, [[συνέρχομαι]], Ἰλ. Β, 52, Ὀδ. Β, 8, κτλ.· ἀγρόμενοι σύες, συναθροισθέντες εἰς ἀγέλην χοῖροι, Ὀδ. Π, 3· θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, Ἰλ. Δ, 152 κτλ. (ἴδε [[ἐγείρω]]). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[συναθροίζω]], [[συλλέγω]], [[δημόθεν]] ἄλφιτα ... καὶ αἴθοπα [[οἶνον]] ἀγείρας, Ὀδ. Τ. 197, πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων, Γ, 301, πολλὰ δ’ ἄγειρα χρήματα, Ξ, 285: Οὕτω τὸ μέσ. ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον, Ν, 14. 2) [[συλλέγω]] ἐπαιτῶν, stipem colligere, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, Ρ, 362, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 61· ἀφ’ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ, Δημ. 96. 17: - Ἀπολ., [[συλλέγω]] χρήματα διὰ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ναοὺς αὐτῶν, Νύμφαις ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀπ. 170· πρβλ. Ἡρόδ. 4, 35, Πλάτ. Πολ. 381D· ἰδίως διὰ τὴν Κυβέλην, Λουκ. Ψευδόμ. 13· πρβλ. [[μητραγύρτης]]: - Ἀπολ., περιφέρομαι ἐπαιτῶν, Φιλόστρ. 225, Μάξ. Τύρ. 19. 3. 3) [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], [[ἐπισωρεύω]] ἐπιχειρήματα, [[οἷον]] ἐν λόγῳ, ἐν ὁμιλίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 638. 4) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγ., [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, συνοφρυοῦμαι, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 300. Σπάνιον παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν.
}}
}}

Revision as of 10:57, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγείρω Medium diacritics: ἀγείρω Low diacritics: αγείρω Capitals: ΑΓΕΙΡΩ
Transliteration A: ageírō Transliteration B: ageirō Transliteration C: ageiro Beta Code: a)gei/rw

English (LSJ)

Aeol. ἀγέρρω EM8.13: fut.

   A ἀγερῶ IG5(1).1447.16 (Messene, ii B. C.): aor. 1 ἤγειρα, Ep. ἄγειρα Od.14.285:—Med., aor. 1 ἠγειράμην A.R 4.1335, (συν-) Od.14.323, Ael.VH4.14:—Pass., aor. 1 ἠγέρθην Hom.: pf. ἀγήγερμαι App.BC2.134: plpf. ἀγήγερτο Id.Mith.108, Ep. 3pl. ἀγηγέρατο Il.4.211, App.Hisp.40.—Hom. has shortened pres. ἀγέρεσθαι (al. ἀγερέσθαι) Od.2.385 (also in later Ep., A.R.3.895, etc., cf. IG14.1389 i 35), aor. 2 ἀγέροντο Il.18.245, part. ἀγρόμενος 2.481, etc.:—gather together, λαὸν ἀγείρων Il.4.377, etc.; ἐνθάδ' ἀπὸ . . πολίων ἤγειρα ἕκαστον 17.222; so in Att., τὸν ἐς Θήβας στόλον S.OC1306, Th.1.9; τὸ Ἑλλάδος στράτευμα S.El.695; στρατιάν X.An.3.2.13, cf. App.Mith.84; εἰς μίαν οἴκησιν ἀ. κοινωνούς Pl.R.369c:—Pass., gather, assemble, Il.2.52, Od.2.8, etc.; ἀγρόμενοι σύες herded swine, Od.16.3; θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Il.4.152, 22.475 (cf. ἐγείρω).    II of things, collect, gather, δημόθεν ἄλφιτα . . καὶ αἴθοπα οἶνον ἀγείρας Od.19.197; πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων 3.301; πολλὰ δ' ἄγειρα χρήματα 14.285:—so in Med., ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον 13.14.    2 collect by begging, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι 17.362, cf. Hdt.1.61; ἀφ' ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ D.8.26:—abs., collect money for the gods, Νύμφαις ἀ. A.Fr.168, cf. Hdt.4.35, Pl.R.381d, SIG1015.26 (Halicarnassus); esp. for Cybele, Luc.Alex.13, cf. μητραγύρτης:—abs., go aboutbegging, Philostr.VA5.7, Man.6.299, Max.Tyr.19.3, etc.    3 put things together, accumulate arguments, as in a speech, A.Ch. 638.    4 ὀφρύας εἰς ἓν ἀ. frown, AP5.299 (Paul. Sil.).—Rare in good Prose.

German (Pape)

[Seite 11] (entst. aus ἀγερίω; von ἄγω leiten es VLL. her u. erkl. die einzelnen Formen gew. durch συναθροίζω, auch συλλεγῆναι), aor. I. ἤγειρα, Xen. An. 3, 2, 13; pass. ἀγήγερμαι; ἀγηγέρατο Od. 24, 21; ἠγέρθην, bei Hom. neben med. aor. II. ἀγερέσθαι oder ἀγέρεσθαι, Odyss. 2, 385, ἀγέροντο Il. 2, 94 u. part. sync. ἀγρόμενος z. B. 7, 134. Vgl. ἠγερέθομαι unten. – Zusammen führen, herumgehend sammeln, u. zwar 1) gew. λαόν, das Volk zum Kampfe, Il. 11, 770. 9, 338. 11, 716. 16, 129 u. ähnlich 17, 222 ἐνθάδ' ἀφ' ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον, u. so nvch Loll. Bass. 4 (IX, 236), πόλις ἐν ὅπλοις ἠγέρθη; – zur berathenden Versammlung, Od. 3, 140 μύθου ἕνεκα, 2, 28. 41, u. im med. τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα, sie sammelten sich, = ἠγέρθησαν, Il. 2, 52 Od. 2, 8; ἤγερθεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο Il. 1, 57 u. a.; – ἀγείρεσθαι ἐπὶ νῆα Od. 2, 385, ἀγέροντο ἐς ἀγορήν Il. 18, 245, ἀγηγέρατο Διὸς ἔνδον, beim Zeus, Il. 20, 13 (So auch Pind. P. 9, 54 ἐπὶ λαὸν ἀγείρας); – auch zur Flucht, Il. 2, 664; ἑτάρους, zur Seefahrt, 3, 47; θηρήτορας, 9, 544, zur Jagd. Vom Vieh, βόεσσιν ἀγρομένῃσι 2, 481, σύεσσιν Od. 14, 25. 16, 3. Auch in Prosa: συμμάχους Thuc. 2, 17; στόλον 1, 4; ἐρέτας 1, 31, wie Soph. O. C. 1308; στρατιάν Xen. An. 3, 2, 8 (ἐμπόρους πλείους ἀγείρω Hier. 9, 9, heranziehen); Phalar. Ep. 51; Dionys. Hal. A. R. 11, 42; ἀπὸ συμμάχων στρατόν 5, 14 (wie Plut. Timol. 20); πολλὰς δυνάμεις 10, 9; στράτευμα Soph. El. 684; Appian. Mithr. 84 στρατιὰν ἀγείρων περιῄει, ein Heer werbend. – 2) übrtr., ἄψορρόν οἱ θυμὀς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη Il. 4, 152, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Il. 22, 475 Od. 5, 458. 24, 349, wie νέον δ' ἐσαγείρετο θυμόν Il. 15, 240; vgl. πνεῦμ' ἄθροισον Eur. Phoen. 858. – 3) herumgehend Gaben sammeln, Hom. πολλὰ χρήματα ἀν' Αἰγυπτίους Od. 14, 285, αἴθοπα οἶνον δημόθεν 19, 197, πύρνα κατὰ μνηστῆρας 17, 362, βίοτον καὶ χρυσόν 3, 301, u. absol. ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα 13, 14; Theocr. 14, 40 βίον ἄλλον, von der Futter sammelnden Schwalbe. So auch Theophr. bei Ael. V. H. 4, 20 vom Demokrit, περιῄει κρείττονα ἀγερμὸν ἀγείρων Μενελάου, mit Anspielung auf Hom. Hierauf beziehen sich die Erkl. E. M. v. πολιοὶ λύκοι; ὁ ἀποκτείνας λύκον ἀγείρει αὐτῷ τὰ πρὸς ταφήν, u. v. ἀγύρτης, wie Zon. u. Eust. ad Il. β., ἀγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ (σεμνύνειν setzt Suid. u. Bekk. Anecd. I. p. 331 hinzu, wo wohl σεμνυνόμενον mit Bernhardy zu lesen). Es wird nach Her. Vorgang (δωτίνας ἐκ τῶν πολίων ἀγ. 1, 61, χρήματα 1, 12), der es sogar absolut braucht, σφὶ ἀγ. 4, 35 u. ἐν τῇ ἑορτῇ V. Hom. 33, u. Plat. Rep. II, 381 d ἱέρεια ἀγείρουσα Ινάχου παισίν, bes. vom Einsammeln freier Gaben für die Cybele gebraucht; Suid. ex Philostr. V. Apoll. IV, 39 πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβων καὶ τῇ θεῷ ἀγείρων; Plut. Cleomen. 33 τύμπανονἔχων ἐν τοῖς βασιλείοις ἀγείρειν; ἀγ. τοῖς θεοῖς Apophth. Lac. p. 244; Rom. 29 αἱ θεραπαινίδες ἀγείρουσι περιϊοῦσαι; Luc. Pseudomant. 13; Cronos. 12 τῇ μητρὶ ἀγείρειν; cf. μητραγυρτής; τῇ κορώνῃ Athen. VIII,, 319 d, wo ein Lied, das dabei gesungen wurde, aufbewahrt ist. Sp. brauchen es allgemein für betteln (vgl. Ruhnk. ad Tim. Lex.). Ael. H. A. 6, 10; Maneth. 6, 299, der 2, 262 πλοῦτον hinzusetzt; Lucill. 97 (XI, 389). – 4) Allgemein: zusammenbringen, τί τῶνδ' οὐκ ἐνδίκως ἀγείρω; Aesch. Ch. 629; Paul. Sil. 35 (V, 300) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγεί. ρων, von dem finster Aussehenden, wie Them. or. 2, p. 27 a τὸν ἀγείροντα τὴν ὀφρύν sagt; Ep. ad. 300 (Plan. 138) ἀμικτότατ' εἰς ἓνἀγ. Die Glossen des Hes. ἀγείρας: ὁ χωλός (wofür Portus πτωχός, Küster ὀχλαγωγός conj.) u. ἀγείρεσθαι: ἐκπορεύεσθαι, λοιδορεῖσθαι, beziehen sich vielleicht auf das Einsammeln von Gaben. Poll. 4, 45 stellt auch διδάσκεσθαι mit ἀγείρεσθαι zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγείρω: παρατ. ἤγειρον, Ἡρόδ. 1. 61, 6· ἀόρ. α΄ ἤγειρα, Ἐπ. ἄγειρα, Ὀδ. Ξ, 285· παρκμ. ἀγήγερκα, (συν-) Θεοδ. Προδρ. σ. 181. - Μέσ., μέλλ. ἀγεροῦμαι (ἐπὶ παθ. σημασ.) Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 346· ἀόρ. α΄ ἠγειράμην (μεταβ.) Ἀπολλ. Ῥόδ. 4. 1335, (συν-) Ὅμ.: - Παθητ., ἀόρ. α΄ ἠγέρθην, Ὅμ.: πρκμ. ἀγήγερμαι, Ἀππ. Ἐμφ. 2. 134· ὑπερσ. ἀγήγερτο, ὁ αὐτ. Μιθρ. 108, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀγηγέρατο, Ἰλ. Δ, 211, Ἀππ. - Εὕρηται ὡσαύτως παρ’ Ὁμήρῳ βραχυνθεὶς ἀόρ. β΄, μέσος μὲν τὴν φωνήν, ἀλλὰ παθητικὸς τὴν σημασ., ἀγέροντο, Ἰλ. Σ. 145, ἀπαρ. ἀγερέσθαι, Ὀδ. Β, 385 (οὐχὶ ἀγέρεσθαι· ἴδε Pors. ἐν τόπῳ), μετοχ. ἀγρόμενος, Ἰλ. Β. 481, κτλ. (ἐντεῦθεν δὲ οἱ μεταγεν. ποιηταὶ ἐσχημάτισαν ἐνεστῶτα ἀγέρομαι, π.χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 35). - φέρω ἐπὶ τὸ αὐτό, συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, λαὸν ἀγείρων, Ἰλ. Δ. 377, κτλ.· λαὸν ἀγειρόντων κατὰ νῆας, ἂς συναθροίσωσι τὸν λ... Β, 438· ἐνθάδ’ ἀπὸ ... πολίων ἤγειρα ἕκαστον, Ρ. 222· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., τὸν ἐκ Θήβην στόλον, Σοφ. Ο. Κ. 1306, Θουκ. 1. 9· τὸ Ἑλλάδος στράτευμα, Σοφ. Ἠλ. 695, στρατιάν, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13· εἰς μίαν οἴκησιν ἀγ. κοινωνούς, Πλάτ. Πολ. 369C, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 84· (τό: μάχην ἤγειρας, Ἰλ. Ν. 778, ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὸ ἐγείρω, ὡς καὶ τό: πόλεμον ἤγειραν, Πλάτ. Νόμ. 685C· ἴδε Spitza. Ἰλ. Ε. 510). - Παθ., συναθροίζομαι, συνέρχομαι, Ἰλ. Β, 52, Ὀδ. Β, 8, κτλ.· ἀγρόμενοι σύες, συναθροισθέντες εἰς ἀγέλην χοῖροι, Ὀδ. Π, 3· θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη, Ἰλ. Δ, 152 κτλ. (ἴδε ἐγείρω). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συναθροίζω, συλλέγω, δημόθεν ἄλφιτα ... καὶ αἴθοπα οἶνον ἀγείρας, Ὀδ. Τ. 197, πολὺν βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων, Γ, 301, πολλὰ δ’ ἄγειρα χρήματα, Ξ, 285: Οὕτω τὸ μέσ. ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον, Ν, 14. 2) συλλέγω ἐπαιτῶν, stipem colligere, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, Ρ, 362, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 61· ἀφ’ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ, Δημ. 96. 17: - Ἀπολ., συλλέγω χρήματα διὰ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ναοὺς αὐτῶν, Νύμφαις ἀγ., Αἰσχύλ. Ἀπ. 170· πρβλ. Ἡρόδ. 4, 35, Πλάτ. Πολ. 381D· ἰδίως διὰ τὴν Κυβέλην, Λουκ. Ψευδόμ. 13· πρβλ. μητραγύρτης: - Ἀπολ., περιφέρομαι ἐπαιτῶν, Φιλόστρ. 225, Μάξ. Τύρ. 19. 3. 3) συλλέγω, συναθροίζω, ἐπισωρεύω ἐπιχειρήματα, οἷον ἐν λόγῳ, ἐν ὁμιλίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 638. 4) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγ., συστέλλω τὰς ὀφρῦς, συνοφρυοῦμαι, Ἀνθ. ΙΙ. 7. 300. Σπάνιον παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν.