ἀδελφός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδελφός''': [ᾰ] (α ἀθροιστ., [[δελφύς]], Ἀριστοφ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21, πρβλ. -[[ἀγάστωρ]], καὶ Σανσκρ., sa-garbhyas, co-uterinus), [[ὥστε]] ἀδελφοὶ [[κυρίως]] [[εἶναι]] υἱοὶ τῆς αὐτῆς μητρός. Ι. ὡς οὐσιαστικόν, [[ἀδελφός]], ὁ, κλητ. ἄδελφε (οὐχὶ -φέ), Ἰων. ἀδελφεός, Ἐπ. -ειός, (τῶν δύο δὲ τούτων τύπων τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον μεταχειρίζεται ἀείποτε ὁ [[Ὅμηρος]]· ὁ δὲ Ἡρόδ. κ. Πίνδ. τὸν πρῶτον, [[ὅστις]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν λυρικῷ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλ. Θ. 974.): ― [[ἀδελφός]], ἢ [[καθόλου]], [[στενός]], πλησίον [[συγγενής]]· ἀδελφοί, ἀδελφὸς καὶ [[ἀδελφή]], ὡς τὸ Λατ. fratres, Εὐρ. Ἠλ. 536· ― ἀδελφεοὶ ἀπ’ ἀμφοτέρων, (δηλ. οὐχὶ μόνον ἐκ τοῦ ἑνὸς τῶν γονέων, Ἡροδ. 7. 97: ― Παροιμ., χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 965, πρβλ. [[ἀδελφή]]. 2) θρησκευτ., [[ἀδελφός]], (ὡς ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ), Εὐαγγ. Ματθ. ιβ΄, 50. ― Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἀδελφός]], ή, όν, [[ἀδελφικός]], Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. Θ. 811· φύσιν ἀδελφὴν ἔχοντες, ἐπὶ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Κριτί. 109C. 2) [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. geminus, gemellus, ἐπὶ παντὸς διπλοῦ πράγματος, ἢ ζεύγους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19· [[ὡσαύτως]], ὡς [[δίδυμος]], ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[σύνεγγυς]], ἀδ. νόμοις, Πλάτ. Νόμ. 683Α, κτλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ [[μετὰ]] γεν., ἀδελφὰ τῶνδε, Σοφ. Ἀντιγ. 192· ἡ δὲ [[μωρία]] μάλιστ’ ἀδ. τῆς πονηρίας ἔφυ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 663. Συχνάκις παρὰ Πλάτ., [[οἷον]] Φαίδων. 188Β, Κρατ. 418Ε, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κ. μ. δοτ., ἀδελφὰ τούτοισι, Σοφ. Ο. Κ. 1262, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 210Β.
|lstext='''ἀδελφός''': [ᾰ] (α ἀθροιστ., [[δελφύς]], Ἀριστοφ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21, πρβλ. -[[ἀγάστωρ]], καὶ Σανσκρ., sa-garbhyas, co-uterinus), [[ὥστε]] ἀδελφοὶ [[κυρίως]] [[εἶναι]] υἱοὶ τῆς αὐτῆς μητρός. Ι. ὡς οὐσιαστικόν, [[ἀδελφός]], ὁ, κλητ. ἄδελφε (οὐχὶ -φέ), Ἰων. ἀδελφεός, Ἐπ. -ειός, (τῶν δύο δὲ τούτων τύπων τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον μεταχειρίζεται ἀείποτε ὁ [[Ὅμηρος]]· ὁ δὲ Ἡρόδ. κ. Πίνδ. τὸν πρῶτον, [[ὅστις]] [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ καὶ ἐν λυρικῷ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλ. Θ. 974.): ― [[ἀδελφός]], ἢ [[καθόλου]], [[στενός]], πλησίον [[συγγενής]]· ἀδελφοί, ἀδελφὸς καὶ [[ἀδελφή]], ὡς τὸ Λατ. fratres, Εὐρ. Ἠλ. 536· ― ἀδελφεοὶ ἀπ’ ἀμφοτέρων, (δηλ. οὐχὶ μόνον ἐκ τοῦ ἑνὸς τῶν γονέων, Ἡροδ. 7. 97: ― Παροιμ., χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 965, πρβλ. [[ἀδελφή]]. 2) θρησκευτ., [[ἀδελφός]], (ὡς ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ), Εὐαγγ. Ματθ. ιβ΄, 50. ― Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[ἀδελφός]], ή, όν, [[ἀδελφικός]], Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. Θ. 811· φύσιν ἀδελφὴν ἔχοντες, ἐπὶ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Κριτί. 109C. 2) [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. geminus, gemellus, ἐπὶ παντὸς διπλοῦ πράγματος, ἢ ζεύγους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19· [[ὡσαύτως]], ὡς [[δίδυμος]], ἀκριβῶς [[ὅμοιος]], [[σύνεγγυς]], ἀδ. νόμοις, Πλάτ. Νόμ. 683Α, κτλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ [[μετὰ]] γεν., ἀδελφὰ τῶνδε, Σοφ. Ἀντιγ. 192· ἡ δὲ [[μωρία]] μάλιστ’ ἀδ. τῆς πονηρίας ἔφυ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 663. Συχνάκις παρὰ Πλάτ., [[οἷον]] Φαίδων. 188Β, Κρατ. 418Ε, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] κ. μ. δοτ., ἀδελφὰ τούτοισι, Σοφ. Ο. Κ. 1262, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 210Β.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>subst.</i> frère ; [[οἱ]] ἀδελφοί frères, <i>qqf</i> frères et sœurs ; ἀδελφεοὶ <i>(ion.)</i> ἀπ’ ἀμφοτέρων HDT frères de père et de mère;<br /><b>II.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> de frère, de sœur, fraternel;<br /><b>2</b> double, jumeau ; τὰ ἀδελφά XÉN les organes jumeaux (yeux, mains, pieds, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> proche parent, semblable, analogue : τινος <i>ou</i> τινι à qqn <i>ou</i> à qch.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[δελφύς]], litt. « né du même sein ».<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κασίγνητος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδελφός Medium diacritics: ἀδελφός Low diacritics: αδελφός Capitals: ΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: adelphós Transliteration B: adelphos Transliteration C: adelfos Beta Code: a)delfo/s

English (LSJ)

[ᾰ], (- copul., δελφύς, Arist.HA510b13; cf. ἀγάστωρ) properly,

   A son of the same mother:    I as Subst., ἀδελφός, ὁ, voc. ἄδελφε; Ep., Ion., and Lyr. ἀδελφεός (gen. -ειοῦ in Hom. is for -εόο), Cret. ἀδελφιός, ἀδευφιός, Leg.Gort.2.21, Mon.Ant.18.319:—brother, Hom., etc.; ἀδελφοί brother and sister, E.El.536; so of the Ptolemies, θεοὶ ἀδελφοί Herod.1.30, OGI50.2 (iii B. C.), etc.; ἀπ' ἀμφοτέρων ἀδελφεός Hdt.7.97: prov., χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν E.Fr.975: metaph., ἀ. γέγονα σειρήνων LXX Jb.30.29.    2 kinsman, ib.Ge.13.8, al.; tribesman, Ex.2.11, al.    3 colleague, associate, PTeb.1.12, IG12 (9).906.19 (Chalcis); member of a college, ib.14.956.    4 term of address, used by kings, OGI138.3 (Philae), J.AJ13.2.2, etc.; generally, LXX Ju.7.30; esp. in letters, PPar.48 (ii B. C.), etc.:—as a term of affection, applicable by wife to husband, LXX To.10.12, PLond.1.42.1 (ii B. C.), etc.    5 brother (as a fellow Christian), Ev.Matt.12.50, Act.Ap.9.30, al.; of other religious communities, e.g. Serapeum, PPar.42.1 (ii B. C.), cf. PTaur.1.1.20.    6 metaph., of things, fellow, ἀνὴρ τῷ ἀ. προσκολληθήσεται, of Leviathan's scales, LXX Jb.41.8.    II Adj., ἀδελφός, ή, όν, brotherly or sisterly, A.Th. 811, etc.; φύσιν ἀ. ἔχοντες, of Hephaistos and Athena, Pl.Criti. 109c.    2 generally, of anything double, twin, in pairs, X.Mem. 2.3.19:—also, akin, cognate, μαθήματα Archyt.1; ἀ. νόμοις Pl.Lg. 683a: mostly c. gen., ἀδελφὰ τῶνδε S.Ant.192; ἡ δὲ μωρία μάλιστ' ἀ. τῆς πονηρίας ἔφυ Id.Fr.925; freq. in Pl., Phd.108b, Cra.418e, al., cf. Hyp.Epit.35: c. dat., ἀδελφὰ τούτοισι S.OC1262, cf. Pl.Smp.210b.

German (Pape)

[Seite 32] ὁ, (ἀ copul. -δελφύς, nach Arist. H. A. 3, 1), Bruder, bei Hom. noch nicht, welcher ἀδελφεός u. ἀδελ φειός gebraucht; ἀδελφοί, Geschwister; auch adl. ἀδελφός, ή, όν, brüderlich; Aesch. χερσὶνφαῖς Spt. 793, wie Soph. O. R. 1468; ähnlich, übereinstimmend, τινός, z. B. Soph. ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας Ant. 192; βουλεύματα τοῖς ἔργοις ἀδ. Lys. 2, 59; τῶν εἰρημένων ἀδ. Isocr. 4, 71; – τινί, Soph. O. C. 1264; Aeschin. 2, 145 διαβολὴ δὲ ἀδελφόν ἐστι καὶ ἡ συκοφαντία; τὰ σὰ τοῖς φανεῖσιν ἡγοῦμαι ἀδελφά Luc. Gall. 5 (voc. ἄδελφε, s. Göttling p. 305).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδελφός: [ᾰ] (α ἀθροιστ., δελφύς, Ἀριστοφ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21, πρβλ. -ἀγάστωρ, καὶ Σανσκρ., sa-garbhyas, co-uterinus), ὥστε ἀδελφοὶ κυρίως εἶναι υἱοὶ τῆς αὐτῆς μητρός. Ι. ὡς οὐσιαστικόν, ἀδελφός, ὁ, κλητ. ἄδελφε (οὐχὶ -φέ), Ἰων. ἀδελφεός, Ἐπ. -ειός, (τῶν δύο δὲ τούτων τύπων τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον μεταχειρίζεται ἀείποτε ὁ Ὅμηρος· ὁ δὲ Ἡρόδ. κ. Πίνδ. τὸν πρῶτον, ὅστις ὡσαύτως ἀπαντᾷ καὶ ἐν λυρικῷ χωρίῳ τοῦ Αἰσχύλ. Θ. 974.): ― ἀδελφός, ἢ καθόλου, στενός, πλησίον συγγενής· ἀδελφοί, ἀδελφὸς καὶ ἀδελφή, ὡς τὸ Λατ. fratres, Εὐρ. Ἠλ. 536· ― ἀδελφεοὶ ἀπ’ ἀμφοτέρων, (δηλ. οὐχὶ μόνον ἐκ τοῦ ἑνὸς τῶν γονέων, Ἡροδ. 7. 97: ― Παροιμ., χαλεποὶ πόλεμοι ἀδελφῶν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 965, πρβλ. ἀδελφή. 2) θρησκευτ., ἀδελφός, (ὡς ἀδελφὸς ἐν Χριστῷ), Εὐαγγ. Ματθ. ιβ΄, 50. ― Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 30, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀδελφός, ή, όν, ἀδελφικός, Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. Θ. 811· φύσιν ἀδελφὴν ἔχοντες, ἐπὶ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, Πλάτ. Κριτί. 109C. 2) καθόλου, ὡς τὸ Λατ. geminus, gemellus, ἐπὶ παντὸς διπλοῦ πράγματος, ἢ ζεύγους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19· ὡσαύτως, ὡς δίδυμος, ἀκριβῶς ὅμοιος, σύνεγγυς, ἀδ. νόμοις, Πλάτ. Νόμ. 683Α, κτλ.· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ γεν., ἀδελφὰ τῶνδε, Σοφ. Ἀντιγ. 192· ἡ δὲ μωρία μάλιστ’ ἀδ. τῆς πονηρίας ἔφυ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 663. Συχνάκις παρὰ Πλάτ., οἷον Φαίδων. 188Β, Κρατ. 418Ε, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως κ. μ. δοτ., ἀδελφὰ τούτοισι, Σοφ. Ο. Κ. 1262, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 210Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. subst. frère ; οἱ ἀδελφοί frères, qqf frères et sœurs ; ἀδελφεοὶ (ion.) ἀπ’ ἀμφοτέρων HDT frères de père et de mère;
II. adj.
1 de frère, de sœur, fraternel;
2 double, jumeau ; τὰ ἀδελφά XÉN les organes jumeaux (yeux, mains, pieds, etc.);
3 proche parent, semblable, analogue : τινος ou τινι à qqn ou à qch.
Étymologie: ἀ- cop., δελφύς, litt. « né du même sein ».
Syn. κασίγνητος.