ζῶμα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῶμα''': τό, ([[ζώννυμι]]) ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]] τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = [[χιτών]], Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ [[ζωστήρ]], λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ [[ὑπένερθε]] ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - [[ὡσαύτως]] τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα [[διάζωμα]] ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς [[διάζωμα]], Ψ. 683˙ πρβλ. [[ζώννυμι]]. ΙΙ. μεταγεν. [[ὡσαύτως]] = [[ζώνη]], [[ζωστήρ]], ἡ [[ζώνη]] γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] οὐχὶ ἀττικὸς [[ζῶσμα]] (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.
|lstext='''ζῶμα''': τό, ([[ζώννυμι]]) ἐσωτερικὸν [[ἔνδυμα]] τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = [[χιτών]], Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ [[ζωστήρ]], λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ [[ὑπένερθε]] ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - [[ὡσαύτως]] τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα [[διάζωμα]] ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς [[διάζωμα]], Ψ. 683˙ πρβλ. [[ζώννυμι]]. ΙΙ. μεταγεν. [[ὡσαύτως]] = [[ζώνη]], [[ζωστήρ]], ἡ [[ζώνη]] γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ [[τύπος]] οὐχὶ ἀττικὸς [[ζῶσμα]] (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> cotte de métal ; cuirasse;<br /><b>2</b> caleçon d’athlète;<br /><b>3</b> ceinture de femme.<br />'''Étymologie:''' [[ζώννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῶμα Medium diacritics: ζῶμα Low diacritics: ζώμα Capitals: ΖΩΜΑ
Transliteration A: zō̂ma Transliteration B: zōma Transliteration C: zoma Beta Code: zw=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (ζώννυμι)

   A loin-cloth, drawers, worn next the body in a boxing contest, ζ. δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν Il.23.683; in war, 4.216; ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζ. φαεινόν Od.14.482; ζώματα καὶ κυπάσσιδες Alc.15.6.    2 = ἔνδυμα, πεζοφόροις ζ. A.Fr.246.    3 band used in surgery, Hp.Art.14.    II = ζώνη, woman's girdle, ἔλυσε ζ. παρθένω Alc.Supp.8.10, cf. S.El.452, IG22.1514.15, Ar.Fr. 320.7, Men.432, AP6.272 (Pers.).—A non-Att. form ζῶσμα (v. Thom.Mag.p.165 R.) in Str.7.2.3, Sor.Fasc.45, al., Ach.Tat.1.1, 3.21, Hld.3.1.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, das bis an den Gürtel reichende Unterkleid des homerischen Kriegers, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121; verschieden von ζωστήρ; Iliad. 4, 187 εἰρύσατο ζωστήρ τε – ἠδ' ὑπένερθεν ζῶμά τε καὶ μίτρη, vgl. 4, 216. 23, 683; Od. 14, 482 heißt es σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν, worauf 488 folgt οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν u. οἰοχίτων. – Gürtel, Soph. El. 444; Ep. ad. 114 (VI, 272). – Die Atticisten erklären diese Form für attisch u. ζῶσμα für hellenistisch.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶμα: τό, (ζώννυμι) ἐσωτερικὸν ἔνδυμα τῶν Ὁμηρικῶν πολεμιστῶν, ἐν Ὀδ. = χιτών, Ξ. 482, πρβλ. 478 κἑξ.˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 240˙ - ἐν τῇ Ἰλ. τὸ κατώτερον μέρος τοῦ θώρακος, περὶ ὃ ἐφέρετο ὁ ζωστήρ, λῦσε δὲ οἱ ζωστῆρα…, ἠδ’ ὑπένερθε ζῶμά τε καὶ μίτρην Δ. 216, πρβλ. 187˙ - ὡσαύτως τὸ περὶ τὰ αἰδοῖα διάζωμα ὃ ἐφόρουν οἱ ἀθληταί, Λατ. subligaculum, παρὰ πεζοῖς διάζωμα, Ψ. 683˙ πρβλ. ζώννυμι. ΙΙ. μεταγεν. ὡσαύτως = ζώνη, ζωστήρ, ἡ ζώνη γυναικός, Σοφ. Ἠλ. 452, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 17, Ἀνθ. Π. 6. 272. - Ὑπάρχει καὶ τύπος οὐχὶ ἀττικὸς ζῶσμα (ἴδε Θωμ. Μ. 411) παρ’ Ἱππ. Ἄρθρ. 791, Ἀχ. Τατ. 3. 21.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 cotte de métal ; cuirasse;
2 caleçon d’athlète;
3 ceinture de femme.
Étymologie: ζώννυμι.