κατατείνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατείνω''': μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι [[Πολυδ]]. Α΄, 103· [[ἕλκω]] ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖνεν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· ([[οὕτως]] ἀπολ., ὁ [[ἡνίοχος]] κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, [[ἔνθα]] ὁ [[δῆμος]] παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς [[ἡνίοχος]] κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ [[νεῦρα]] εἰς τὸ [[ἐξόπισθεν]] κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) [[ἐκτείνω]] [[ὅπως]] τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος [[αὐτόθι]] 757. 3) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, [[ὅπως]] βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ [[σύρω]] κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, [[κάμνω]] μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) [[ἐκτείνω]] ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, [[κρημνίζω]], ὁ [[ἐλέφας]] κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, [[ἔνθα]] προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν [[αὐτόθι]] 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., [[ἐκτείνω]], θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, [[ἀγωνίζομαι]] μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]] ἐμαυτόν˙ [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, [[φθάνω]] [[μέχρι]]…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, [[κεῖμαι]] ἐκτεταμένος· [[ταύτῃ]] κ. Ἡρόδ. 8. 31· [[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται [[μέχρι]] τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι [[ὁρμητικός]], Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ [[χαλάω]], Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ [[ὀδύνη]] Ἱππ. Ἀγμ. 778· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἀορ. [[μετὰ]] σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, [[λέγω]] κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ [[λέων]] τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ [[δρόμημα]] συνεχῶς [[ὥσπερ]] κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει [[ταχέως]]·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.
|lstext='''κατατείνω''': μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ [[κάτω]], ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι [[Πολυδ]]. Α΄, 103· [[ἕλκω]] ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ [[ἡνία]] τεῖνεν [[ὀπίσσω]] Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· ([[οὕτως]] ἀπολ., ὁ [[ἡνίοχος]] κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, [[ἔνθα]] ὁ [[δῆμος]] παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς [[ἡνίοχος]] κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ [[νεῦρα]] εἰς τὸ [[ἐξόπισθεν]] κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) [[ἐκτείνω]] [[ὅπως]] τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος [[αὐτόθι]] 757. 3) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, [[ὅπως]] βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ [[σύρω]] κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, [[κάμνω]] μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ [[κάτω]], Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) [[ἐκτείνω]] ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, [[κρημνίζω]], ὁ [[ἐλέφας]] κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, [[ἔνθα]] προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν [[αὐτόθι]] 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., [[ἐκτείνω]], θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· [[ὡσαύτως]], κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, [[ἀγωνίζομαι]] μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκτείνω]] ἢ [[ἐντείνω]] ἐμαυτόν˙ [[ἐντεῦθεν]], 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, [[φθάνω]] [[μέχρι]]…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς [[μέχρι]]…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, [[κεῖμαι]] ἐκτεταμένος· [[ταύτῃ]] κ. Ἡρόδ. 8. 31· [[ἄχρι]] τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται [[μέχρι]] τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι [[ὁρμητικός]], Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ [[χαλάω]], Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ [[ὀδύνη]] Ἱππ. Ἀγμ. 778· [[συχνάκις]] κατὰ μετοχ. ἀορ. [[μετὰ]] σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, [[λέγω]] κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ [[λέων]] τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ [[δρόμημα]] συνεχῶς [[ὥσπερ]] κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει [[ταχέως]]·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατατενῶ;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tendre fortement : [[ἡνία]] [[ὀπίσσω]] IL, <i>d’où abs.</i> κατατείνειν PLUT tirer fortement les rênes ; τὰ ὅπλα HDT tendre les câbles;<br /><b>2</b> allonger en tendant fortement (un muscle, <i>etc.</i>) ; κ. στρατιήν HDT étendre <i>ou</i> développer une armée ; <i>en mauv. part</i> allonger les membres par la torture, torturer;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> tendre avec effort : λόγοι κατατεινόμενοι EUR paroles d’adversaires en discussion l’un avec l’autre;<br /><b>4</b> étendre sur le sol;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s’étendre, se prolonger jusqu’à, <i>avec</i> [[ἐπί]] et l’acc. <i>ou</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> se tendre, être tendu, <i>p. suite fig.</i> être excité, être violent <i>en parl. de désirs, de passions</i>;<br /><b>3</b> faire effort, avec un part. : κατατείνας [[ἐρῶ]] PLAT je ferai tous mes efforts pour dire… ; <i>abs.</i> faire effort;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατατείνομαι faire effort.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τείνω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατείνω Medium diacritics: κατατείνω Low diacritics: κατατείνω Capitals: ΚΑΤΑΤΕΙΝΩ
Transliteration A: katateínō Transliteration B: katateinō Transliteration C: katateino Beta Code: katatei/nw

English (LSJ)

fut. -

   A τενῶ E.IA336: aor. -έτεινα (v. infr.):—stretch, draw tight, κατὰ δ' ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Il.3.261, 311; κ. χαλινούς Hdt.4.72; κ. τὰ ὅπλα draw the cables taut, Id.7.36; τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Pl.Ti.84e.    2 stretch for the purpose of setting a bone, Hp.Fract. 15:—also Med., ib.5:—Pass., μῦς κατατεταμένος ib.8.    3 rack, torture, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε D.48.18, cf. Ael. Fr.176; κατατείνειν ταῖς κολάσεσι Id.Fr.279: metaph., κ. τὴν ψυχήν Id.Fr.60; κατέτεινέ με διηγούμενος Lib.Decl.33.25; κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Phylarch.40 J., cf. AP11.128 (Poll.).    4 stretch out or draw in a straight line, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, i.e. he marked out the ditches by drawing straight lines, Hdt.1.189; δόλιχον κ. τοῦ λόγου make a very long speech, Pl.Prt.329b; μακρὸν λόγον, πολλοὺς καὶ μακροὺς ἐλέγχους, Phlp.in APr.262.10, in APo.243.19; φεύγουσι κατατείναντες τὴν κέρκον Arist.HA629b35:—Pass., extend throughout, Id.PA650a29.    5 Pass., to be tightly bound, ὑπὸ δεσμοῦ Plu.Luc.24.    6 stretch on the ground, lay at full length, [ὁ ἐλέφας] τοὺς φοίνικας κ. ἐπὶ τῆς γῆς Arist.HA610a24; κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Plu. Publ.6:—Pass., to be extended over a space, ἐπὶ γῆν Pl.Ti.58e; πρὸς γῆν πᾶν τὸ σῶμα ib.92a; σκέλη ἐπὶ τῇ γῇ -τεταμένα Arist.IA713a19.    7 metaph., strain, exert, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Plb.21.34.7 (s. v.l.):—Pass., to be strained, μᾶλλον, ἧττον-τείνεσθαι, Pl.Ti.63c, λόγοι κατατεινόμενοι words of hot contention, E.Hec.130 (anap.); δρόμημα συνεχῶς -τεταμένον Arist.HA629b19; κ. τῷ προσώπῳ strain with the muscles of one's face, Plu.Ant.77; cf. infr. 11.2.    b overwork, τοὺς γεωργούς PTeb. 61b197 (ii B.C.).    II intr., extend or run straight towards, τάφρον -τείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην Hdt.4.3, cf. 9.15; γῆ κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην it stretches westward up to... Id.7.113, cf. 4.19, X.HG4.4.7: abs., extend, ταύτῃ κ. Hdt.8.31.    b extend downwards, Plu.2.566d.    c metaph., tend, εἴς τι Metrod.Fr.6.    2 strive earnestly, be vehement, E.IA336; ἰσχυρῶς κ. X.An.2.5.30; opp. χαλάω, Pl.R.329c; κ. ἡ ὀδύνη v.l. for κατακτείνειε in Hp.Fract.43, cf. Gal.6.311: freq. in aor. part. with adverb. sense, with all one's force or might, κατατείνας ἐρῶ Pl.R.358d, cf. 367b; ὁ λέων τρέχει κ. Arist.HA629b18; ᾠχόμην κ. Luc.Lex.3; ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται Id.Sat.35.

Greek (Liddell-Scott)

κατατείνω: μέλλ. -τενῶ: -ἀόρ. -τεινα: πρκμ. -τέτᾰκα. Τεντώνω πολὺ ἢ πρὸς τὰ πρὸς τὰ κάτω, ἀγκύρας καθεῖναι, κατατεῖναι Πολυδ. Α΄, 103· ἕλκω ἰσχυρῶς, κατὰ δ’ ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω Ἰλ. Γ. 261, 311· κ. χαλινοὺς Ἡρόδ. 4. 72· (οὕτως ἀπολ., ὁ ἡνίοχος κατατείνας δηλ. τὰς ἡνίας, προσπαθῶν νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἵππων, Πλουτ. Ποπλικ. 13), καὶ μεταφρ., τὸν δῆμον δυσχεραίνοντα κατατείνων καὶ προσβιάζων ἐχειροῦτο, ἔνθαδῆμος παραβάλλεται πρὸς ἵππον ἀγριαίνοντα, ὁ δὲ Περ. ὡς ἡνίοχος κρατεῖ αὐτὸν δυνατὰ διὰ τῶν ἡνίων, Πλουτ. Περ. 15· κ. τὰ ὅπλα, τεντώνω τὰ καλῴδια. Ἡρόδ. 7. 36· τὰ νεῦρα εἰς τὸ ἐξόπισθεν κ. Πλάτ. Τίμ. 84Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. Ἀγμ. 755. 2) ἐκτείνω ὅπως τοποθετήσω ἐξηρθρωμένον ὀστοῦν, αὐτόθι 762· οὕτω μῦς κατατεταμένος αὐτόθι 757. 3) ἐκτείνω, τεντώνω, ὅπως βασανίσω, κατατεινόμενος ὑπὸ τῆς βασάνου προσωμολόγησε Δημ. 1172. 14· ὑπὸ τῶν παθῶν κατατείνεσθαι καί στρεβλοῦσθαι Δίων Χρυσ. 1. 551., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. στρεβλούμενος· κατατείνεσθαι ἐπὶ κολάσεσι Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ.· ἐπὶ τροχοῦ Βασίλ.·- μεταφορ., κατέτεινέ με διηγούμενος Λιβάν. 4.629· κατατείνεσθαι ὑπὸ ποδάγρας Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 536Ε, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 11, 128, κτλ. 4) τεντώνω ἢ σύρω κατ’ εὐθεῖαν, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, δηλ. τεντώσας σχοινία ἐσημείωσε τὰς κατασκευαστέας, Ἡρόδ. 1. 189· δολιχὸν κατατ. τοῦ λόγου, κάμνω μακρὸν λόγον, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· κατατείνας ἐρῶ, μακρὸν λόγον διεξελεύσομαι, Φώτ.· φεύγουσι κατατείνοντες τὴν κέρκον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9· 44, 7.-Παθ., ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 11. 5) κρατῶ σφιγκτὰ ἢ τεντωμένον πρὸς τὰ κάτω, Πλουτ. Λούκουλλ. 24, ἐν τῷ Παθ. 6) ἐκτείνω ἐπὶ τῆς γῆς, ἐξαπλώνω, κρημνίζω, ὁ ἐλέφας κατ. ἐπὶ τῆς γῆς τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30· κ. τινὰς ἐπὶ τοὔδαφος Πλουτ. Ποπλικ. 6, ἔνθα προσθέτει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀπέκοψαν·- Παθ., ἐκτείνομαι ἐπί τινα ἔκτασιν, εἰς γῆν Πλάτ. Τίμ. 58Ε· πρὸς γῆν αὐτόθι 92Α· ἐπὶ τῇ γῇ Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. 7) μεταφ., ἐκτείνω, θέτω εἰς ἐνέργειαν, κ. τὴν ῥώμην ὅλην Πολύβ. 22. 17, 7·- Παθ., τεντώνομαι, λόγοι κατατεινόμενοι, λόγοι θερμῆς ἔριδος, Εὐρ. Ἑκ. 132· ὡσαύτως, κ. τῷ προσώπῳ, τεντώνω τοὺς μῦς τοῦ προσώπου μου, ἀγωνίζομαι μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Πλουτ. Ἀντών. 77· πρβλ. κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτείνωἐντείνω ἐμαυτόν˙ ἐντεῦθεν, 1) ἐκτείνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρὸς…, φθάνω μέχρι…, Λατ. tenedre, ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων ἐς την Μαιῶτιν λίμνην Ἡρόδ. 4. 3, πρβλ. 9. 15· κ. πρὸς ἑσπέρην ἐπὶ ποταμὸν Ἀγγίτην, ἐκτείνεται πρὸς δυσμὰς μέχρι…, ὁ αὐτ. 7. 113, πρβλ. 4, 19, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7· ἀπολ., ἐκτείνομαι, κεῖμαι ἐκτεταμένος· ταύτῃ κ. Ἡρόδ. 8. 31· ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατατείνει Φίλων Β. Μ. 1· καὶ Μέσ., αἱ φλέβες κατατείνονται μέχρι τῆς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 3. 2) ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, προσπαθῶ πάσῃ δυνάμει, εἶμαι ὁρμητικός, Εὐρ. Ι. Α. 336, Πλάτ. Τίμ. 63C· ἰσχυρῶς κατ. Ξεν. Ἀν. 2. 5, 30, ἀντίθετ. τῷ χαλάω, Πλάτ. Πολ. 329C· κ. ἡ ὀδύνη Ἱππ. Ἀγμ. 778· συχνάκις κατὰ μετοχ. ἀορ. μετὰ σημασ. ἐπιρρ., πάσῃ δυνάμει, μεθ’ ὅλης τῆς δυνάμεως, λέγω κατατείνας Πλάτ. Πολ. 358D, πρβλ. 367B· ὁ λέων τρέχει κατατείνας· τὸ δὲ δρόμημα συνεχῶς ὥσπερ κυνός ἐστι κατατεταμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 4· ὁ αὐτ. ὀλίγον ἀνωτέρω ἀντὶ τοῦ φεύγει κατατείνας εἶπε φεύγει ταχέως·― ᾤχετο κ. Λουκ. Λεξιφ. 3· ὄρνεις κατατείνασαι ἐκπτήσονται ὁ αὐτ. ἐν Κρον. 35.

French (Bailly abrégé)

f. κατατενῶ;
I. tr. 1 tendre fortement : ἡνία ὀπίσσω IL, d’où abs. κατατείνειν PLUT tirer fortement les rênes ; τὰ ὅπλα HDT tendre les câbles;
2 allonger en tendant fortement (un muscle, etc.) ; κ. στρατιήν HDT étendre ou développer une armée ; en mauv. part allonger les membres par la torture, torturer;
3 fig. tendre avec effort : λόγοι κατατεινόμενοι EUR paroles d’adversaires en discussion l’un avec l’autre;
4 étendre sur le sol;
II. intr. 1 s’étendre, se prolonger jusqu’à, avec ἐπί et l’acc. ou εἰς et l’acc.;
2 se tendre, être tendu, p. suite fig. être excité, être violent en parl. de désirs, de passions;
3 faire effort, avec un part. : κατατείνας ἐρῶ PLAT je ferai tous mes efforts pour dire… ; abs. faire effort;
Moy. κατατείνομαι faire effort.
Étymologie: κατά, τείνω.