δασύς: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> touffu :<br /><b>1</b> velu, poilu;<br /><b>2</b> chevelu;<br /><b>3</b> barbu;<br /><b>4</b> feuillu, couvert de feuilles;<br /><b>5</b> couvert d’arbres, boisé : [[γῆ]] δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d’arbres de toute sorte ; <i>rar. avec le gén.</i> δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d’arbres de toute sorte ; <i>abs.</i> τὸ δασύ XÉN pays boisé;<br /><b>II.</b> <i>p. ext. de</i>nse, épais;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> rude <i>ou</i> aspiré (son) ; δασὺ [[πνεῦμα]] esprit rude ; ἡ δασεῖα ([[προσῳδία]]) l’esprit rude ; τὰ δασέα (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> densus. | |btext=εῖα, ύ;<br /><b>I.</b> touffu :<br /><b>1</b> velu, poilu;<br /><b>2</b> chevelu;<br /><b>3</b> barbu;<br /><b>4</b> feuillu, couvert de feuilles;<br /><b>5</b> couvert d’arbres, boisé : [[γῆ]] δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d’arbres de toute sorte ; <i>rar. avec le gén.</i> δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d’arbres de toute sorte ; <i>abs.</i> τὸ δασύ XÉN pays boisé;<br /><b>II.</b> <i>p. ext. de</i>nse, épais;<br /><b>III.</b> <i>t. de gramm.</i> rude <i>ou</i> aspiré (son) ; δασὺ [[πνεῦμα]] esprit rude ; ἡ δασεῖα ([[προσῳδία]]) l’esprit rude ; τὰ δασέα (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> densus. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εῖα, ύ: [[thick]], [[shaggy]], Od. 14.49 and 51. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
εῖα, ύ, Ion. fem.
A δασέα Hdt.3.32; opp. ψιλός in all senses: I with a shaggy surface, 1 hairy, shaggy, δέρμα . . μέγα καὶ δ. Od.14.51; ὀ δ. γενέσθαι, of the bald, recover their hair, Hp. Aph.6.34; of young hares, downy, Hdt.3.108; γέρρα δ. βοῶν, βοῶν δασειῶν ὠμοβόεινα shields of skin with the hair on, X.An.5.4.12, 4.7.22; ὀσφὺν δασέαν SIG1037.6 (Milet., iv/iii B. C.); of birds, Thphr. Fr.180; τὰ σώματα δασεῖς Arr.Ind.24: Sup., Arist.Phgn.812b17. Adv. δασέως, ἔχειν περὶ τὴν κοιλίαν ib.15. 2 thick with leaves, Od.14.49; θρίδαξ δασέα, opp. παρατετιλμένη, Hdt.3.32; of places, thickly wooded, bushy, abs., Id.4.191, cf. Hp.Aë. 1; διὰ . . τῶν δασέων through the thickets, Ar.Nu.325: c. dat. modi, δ. ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21; ἴδησι παντοίῃσι ib.109; ἐλαίαις Lys.7.7: rarely c.gen., δ. παντοίων δένδρων X.An.2.4.14; τὸ δ. bushy country, ib.4.7.7; δ. γῆ Schwyzer 734 (Zelea). 3 generally, rough, thick, μαλακαὶ καὶ δ. νεφέλαι D.S. 3.45. 4 δ. οὖρα cloudy, Hp.Epid.7.112. II hoarse, ἀναπνοή Gal.18(1).574. 2 aspirated, Arist.Aud. 804b8, Ph.1.29, D.T.631.22, etc.; ἡ δασεῖα (Sc. προσῳδία) Seleuc. ap. Ath.9.398a, A.D.Synt.319.20; δ. τὸ θ καὶ τὸ φ καὶ τὸ χ D.H.Comp.14. Adv. -έως, ἀναγνῶναι, ἐκφέρειν, A.D.Pron.78.16,S.E.M.1.59. III δ. παράγωγος, Hsch. (Perh. for δ[ngnull]-δύς, cf. Lat. densus.)
German (Pape)
[Seite 524] εῖα, ὑ, dicht, rauch; verwandt das Latein. densus. Bei Homer δασὐς zweimal, in einer und derselben Stelle, Odyss. 14, 49. 51 εἷσεν δ' εἰσαγαγών, ῥῶπας δ' ὑπέχευε δασείας, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα ἰονθάδος ἀγρίου αἲγός, αὐτοῦ ἐνεύναιον, μέγα καί δασύ. Vgl. das Compositum δασὐμαλλος Odyss. 9, 435. – Bei den Folgenden heißt δασὐς: – 1) dichtbehaart; μασχάλαι λόχμης δασὐτεραι Ar. Eccl. 61; γέῥῥα δασειῶν βοῶν u. βοῶν δασέα, von rauchen, d. i. rohen Fellen, Xen. An. 4, 7, 22. 5, 4, 12; χειρῐδες Cyr. 8, 8, 17; τὰ σώματα δασεῖς Arr. Ind. 24; bärtig, Strat. 12 (XII, 26); δασεῖς καὶ προβεβηκότες entgeggstzt den νεώτεροι Buto Stob. flor. 6, 29; Ggstz λεῐος, Eubul. Ath. X, 449 e (v. 2). – Auch ἱμάτιον, Philem. bei D. L. 6, 87. – 2) mit Bäumen dicht bewachsen, γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ Her. 4, 21; vgl. 191; χωρίον δασύ Thuc. 4, 29, = ὑλῶδες; öfter Xen., χωρίον δασὺ πίτυσι, ποταμὸς δασὺς δέν, δρεσι, An. 4, 7, 6. 8, 2; παράδεισος δασὺς παντοίων δένδρων 2, 4, 14; Folgde; τὰ δασέα, dichtes Gebüsch, 4, 7, 7 u. öfter. Aehnl. στέφανος Plat. Conv. 212 e. Von Wolken Diod. 3, 44. – 3) πνεῦμα δασύ, spiritus asper, Gramm.; auch δασεῖα προσῳδία, vgl. Ath. IX, 398 a; τὰ δασέα, aspiratae: φ, χ, θ. – Adv., δασέως ἔχειν Arist. physiogn. 6, 39.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύς: εῖα, ύ· Ἰων. θηλ. δασέα Ἡρόδ. 3. 32 (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ἀντίθετ. τῷ ψιλὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔννοιαν. Ι. ὁ ἔχων ἐπιφάνειαν πυκνότριχα, δασεῖαν, 1) ὁ κατακεκαλυμμένος διὰ τριχῶν, τριχώδης, πυκνόθριξ, τραχύς, δέρμα… μέγα καὶ δασὺ Ὀδ. Ξ. 51· δ. γενέσθαι, ἐπὶ τῶν φαλακρῶν, ἀνακτῶμαι τὴν κόμην, Ἱππ. Ἀφ. 1257· ἐπὶ λαγιδέων, χνουδωτός, Ἡρόδ. 3. 108· γέρρα δασέα βοῶν ἢ βοῶν δασειῶν ὠμοβόϊνα, ἀσπίδες ἐκ δέρματος φέροντος καὶ τὴν τρίχα, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 22., 5. 4, 12. ―Ἐπίρρ., δασέως ἔχειν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 39. 2) πυκνόφυλλος, Ὀδ. Ξ. 49· θρίδαξ δασέα, ἀντίθ. τῷ παρατετιλμένη, Ἡρόδ. 3. 32· ― ἐπὶ τόπων, πυκνῶς κατειλημμένος ἐκ θάμνων, δένδρων, κτλ., ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 191, πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 280· διὰ… τῶν δασέων, διὰ μέσου τῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 325· ἢ μ. δοτ. τρόπου, δ. ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἴδῃσι αὐτόθι 109· ἐλαίαις Λυσ. 109. 3· σπαν. μετὰ γεν., δ. παντοίων δένδρων Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14· ― τὸ δασύ, δασώδης χώρα, ὁ αὐτ. 4. 7, 7. 3) καθόλου, τραχύς, πυκνός, νεφέλαι Διόδ. 3. 45. ΙΙ. ἔχων δασὺ πνεῦμα, Ἀριστ. π. Ἀκουσμ. 70, καὶ Γραμμ., ἰδίως ἐν τῷ ἐπιρρ. –έως· ἡ δασεῖα(ἐνν. προσῳδία), τὸ δασὺ πνεῦμα, Σέλευκ. παρ’ Ἀθήν. 398Α, κτλ. (Πιθ. ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο δασυλός, πρβλ. ἡδύλος ἡδύς, παχυλὸς παχύς· ὥστε θὰ παράγηται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ δαυλός· συγγενεύει ὡσαύτως καὶ τὸ Λατ. densus, ὡς τὸ βάθος πρὸς τὸ βένθος· ἴσως ὡσαύτως συγγενὲς τῷ λάσιος, ἴδε Δδ ΙΙ. 6.) ― Συγκρ. δασύτερος, ὑπερθ. δασύτατος.
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
I. touffu :
1 velu, poilu;
2 chevelu;
3 barbu;
4 feuillu, couvert de feuilles;
5 couvert d’arbres, boisé : γῆ δασέη ὕλῃ παντοίῃ HDT terre couverte d’arbres de toute sorte ; rar. avec le gén. δασὺς παντοίων δένδρων XÉN couvert d’arbres de toute sorte ; abs. τὸ δασύ XÉN pays boisé;
II. p. ext. dense, épais;
III. t. de gramm. rude ou aspiré (son) ; δασὺ πνεῦμα esprit rude ; ἡ δασεῖα (προσῳδία) l’esprit rude ; τὰ δασέα (γράμματα) les consonnes aspirées (φχθ).
Étymologie: cf. lat. densus.