ἀναβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[throw]] up.— I. [[act]]., [[postpone]], [[ἄεθλον]], Od. 19.584.—II. [[mid]]., (1) ‘[[strike]] up’ a [[prelude]], w. inf., φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, Od. 1.155, cf. Od. 17.262.—(2) [[postpone]] [[for]] [[oneself]], [[ἔργον]], Il. 2.436.
|auten=[[throw]] up.— I. [[act]]., [[postpone]], [[ἄεθλον]], Od. 19.584.—II. [[mid]]., (1) ‘[[strike]] up’ a [[prelude]], w. inf., φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, Od. 1.155, cf. Od. 17.262.—(2) [[postpone]] [[for]] [[oneself]], [[ἔργον]], Il. 2.436.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀναβάλλω]] med., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[strike]] up, the [[lyre]] εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν, ἀναβάλεο (N. 7.77) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[postpone]] “ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός” (O. 1.80) [[πεῖραν]] μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου [[πέρι]] καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς [[πόρσιστα]] (N. 9.29)
}}
}}

Revision as of 14:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβάλλω Medium diacritics: ἀναβάλλω Low diacritics: αναβάλλω Capitals: ΑΝΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: anabállō Transliteration B: anaballō Transliteration C: anavallo Beta Code: a)naba/llw

English (LSJ)

   A throw up, χοῦν ἐξ ὀρύγματος Th.4.90, cf. X.Cyr.7.5.10, Ostr.1399 (i A. D.); τάφρος ἀναβεβλημένη foss and dyke, X.An.5.2.5.    2 ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον put on horseback, mount him, Id.An. 4.4.4, Eq.6.12; of the horse, ἀ. τὸν ἀναβάτην unseat his rider, ib.8.7.    3 ἀ. τὰ ὄμματα cast up one's eyes, so as to show the whites, Arist.Pr.876a31; τὰ λευκά Alex.222.9, Ctes.Fr.20.    4 cause to spring up, κρήνην Str.8.6.2.    5 lay bricks, SIG2587.59, cf. Hyp. Fr.103.    6 lift, remove a tumour, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.6.    7 Pass., to be lifted up, in prayer, εὔχονται σπλάγχνοισι κακῶς ἀναβαλλομένοισι Aristeas Epic.1.    II put back, put off, μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε . . ἄεθλον Od.19.584 (the only place in which Hom. uses the Act.); ἀ. τινά put off [with excuses], D.8.52; ἀ. τὰ πράγματα 4.14; distract one's attention, Philostr.Im.2.24:—Pass., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία it was adjourned, Th.5.45; ὥστε . . εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας will be put off to the time of the sons, Isoc.11.25; ὑμεναίους οὐκ ἀναβαλλομένους Call.Aet.3.1.43; cf. infr. B. 11.    2 pf. part. Pass. ἀναβεβλημένος slow, measured, αὔλημα D.Chr.1.1, cf. Hld.2.8: so in Adv. -μένως slowly, D.H.Dem.54.    b of style, diffuse, τὸ ὕπτιον καὶ ἀ. Hermog.Id.2.11; λέξις ἀ., opp. συνεστραμμένη, Aristid. Rh.2p.540S.    III like B. 111, put on, ἀ. τὸ Κρητικόν (a short cloak) Eup.311 (s. v.l.).    IV run a risk (prob. metaph. from dice), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th.1033.    B more freq. in Med., strike up, begin to play or sing (cf. ἀναβολή 11), ἀναβάλλετο καλὸν ἀείδειν Od.1.155, 8.266, Theoc.6.20: abs., ἀναβάλεο Pi.N.7.77; ἀναβαλοῦ Ar.Pax1269: c. acc., εὐχὴν ἀ. τῷ Ἔρωτι Philostr.Im.1.29.    II put off, delay a thing in which oneself is concerned (v. supr.11), μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il.2.436, cf. Hes. Op.410, Pi.O.1.80, N.9.29, Hdt.3.85; τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ' ἀναβαλοῦ Ar.Nu.1139; εἰσαῦθις ἀναβεβλήμεθα Ec.983; εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν] to adjourn till the morrow, D.21.84, cf. Pl.Mx.234b; ἀ. τινας Act.Ap.24.22: abs., defer payment, Isoc.3.33: c. fut. inf., ἀ. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Hdt.6.86.β; ἀ. ἐς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι 5.49; ἀ. ποιήσειν τὰ δέοντα D.3.9: c. aor. inf., ἀ. ὑποκρίνασθαι Hdt.9.8; οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ τὸ πᾶν οὐ μηχανήσασθαι 6.88.    2 throw off oneself on another, refer a thing to him, τὶ ἐπί τινα Luc.Pisc.15.    III throw one's cloak up or back, throw it over the shoulder, so as to let it hang in folds, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ar.V. 1132: so also ἀναβάλλεσθαι alone, Id.Ec.97; ἀ. ἐπιδέξια Pl. Tht.175e, cf. Ar.Av.1568; εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον with one's cloak thrown up or back, D.19.251; ἀναβεβλ. ἄνω τοῦ γόνατος Thphr. Char.4.4; cf. ἀναβολή 1.2.    IV = supr. A. IV, ἀναβάλλεσθαι μάχας risk battles, Hdt.5.49.    V to be wroth, LXX Ps.77(78).21.

German (Pape)

[Seite 180] (s. βάλλω), act. auf-, hinaufwerfen, a) im eigtl. Sinne, γῆν Xen. Cyr. 7, 5, 10; τάφρον 5, 2, 5, einen Graben aufwerfen; κρήνη ὕδωρ Callim. frg. 298; τινὰ ἐπὶ τὸνἵππον, Einen auf's Pferd heben, Xen. An. 4, 4, 4; Cyr. 7, 1, 38; vom Pferde gesagt, τὸν ἀναβάτην ἀναβάλλειν, den Reiter in die Höhe, abwerfen, Xen. Eq. 8, 7; ἐπἰ ζυγὸν ἀναβληθεις, auf die Wage gelegt, Ael. V. H. 10, 6. – b) aufschieben, ἄεθλον Od. 19, 584; dah. hinhalten, λόγοις τινά Dem. 8, 52. 9, 14. – Häufiger im med., a) aufschieben (eigtl. für sich auf spätere Zeit werfen), μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Il. 2, 436; vgl. Her. 3, 85. 6, 88. οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ πᾶν μηχανήσασθαι, u. sonst; εἰς τὴν τρίτην ἡμέραν ib. 5, 49. 9, 8; Pind. N. 9, 29; ἀναβάλεο, warte, ib. 7, 77 (nach Dissen vom aufzusetzenden Kranze). Oft bei Attikern, εἰς τὴν αὔριον Plat. Menex. 234 b; εἰς καιρόν Phaed. 107 a; εἰς ἐκκλησίαν Xen. Hell. 1, 7, 4; vgl. Ar. Nubb. 1123 Eccl. 983; ἀνεβάλλετο τὸ πρᾶγμα χρόνους ἐκ χρόνων Aesch. 1, 63, von einer Zeit zur andern; πόλεμον ἀναβάλλεσθαι, = οὐ διαλύειν, den Krieghinziehen, Isocr. 4, 172; ἀναβαλέσθαιδεόμενος, um Aufschub (der Zahlung) bittend, 3, 33. – Aehnlich ἐπί τινα, an Jemand verweisen, zur Entscheidung, Luc. Pisc. 15. – b) ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν, zu singen anheben, Od. 1, 155; Theocr. 6, 20. 8, 71 (VLL. προοιμιάζεσθαι); ohne ἀείδειν, Ar. Pax 1235; Sp. auch vom Anfange einer Rede, vgl. Plut. Aem. Paul. 26 φωνὰς ἀγεννεῖς, voces turpes emittere; μαρτύριον ἀναβαλούμενος Ath. III, 100 b; aber μέλος ἀναβεβλημένον ist bei Dio Chrys. 1, 43, im Ggstz von νόμῳ ὀρθίῳ, ein langsamer Gesang, Andante; so auch Heliod. Vom Fuße: ἀναβ. τὸν ῥυθμόν, den Tactschlagen, Philostr. – c) μάχασπρόστινα, den Kampf mit Jemandem aufnehmen, Her. 5, 49; bei Aesch. Spt. 1019, ἀνὰ κίνδυνον βαλῶ, kann man ἀναῤῥίπτειν vgl. – d) ἱμἀτιον, auch abs., ein Gewand umwerfen, Ar. Vesp. 1132; bes. eine eigene Art von Umwurf, wo das Kleid einen großen Busen bildet, wie es für seine und anständige Männer sich ziemte, Plat. Theaet. 175 e; vgl. Ath. I, 38 und Casaub. dazu; Dem. 19, 251; εὐσταλῶς Luc. Hermot. 18; aber Ar. Eccl. 97 ist es: das Kleid zurückschlagen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάλλω: (ἴδε βάλλω), ῥίπτω ἐπάνω, χοῦν ἐξ ὀρύγματος Θουκ. 4. 90· ἀναβάλλ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναβιβάζειν, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 4, κτλ.: ἀλλ’ ἐπὶ ἵππου, ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην, ῥίπτειν, ἐκτινάσσειν τὸν ἀναβ. αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 7. 2) ἀναβάλλ. τὰ ὄμματα, ῥίπτω ἄνω τὰ βλέμματά μου οὕτως, ὥστε νὰ φαίνηται τὸ λευκὸν τοῦ βολβοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 1: ἐντεῦθεν, τὰ λευκὰ Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4. 9, Κτησ. παρὰ Πολυδ. Β. 60. ΙΙ. ἀναβάλλω, ὡς καὶ νῦν, μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε... ἄεθλον Ὀδ. Τ. 584 (τὸ μόνον χωρίον, ἔνθα ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ.)· ἀναβάλλω τινά, δηλ. παρεμποδίζω διὰ προφάσεων, ἐξ ὧν ἀναβάλλουσι μὲν ἡμᾶς Δημ. 102. 27· ἀν. τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 44. 5: - Παθ., ἀνεβλήθη ἡ ἐκκλησία Θουκ. 5. 45· ὥστε... οἴεσθαι... εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας, ὅτι θὰ ἀναβληθῶσιν αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ τέκνα των, Ἰσοκρ. 226C: πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ μέσ. Β. ΙΙΙ. ἐνδύομαι, περιβάλλομαι, φορῶ, ἀν. τὸ Κρητικὸν (ὅπερ ἦτο βραχὺ ἐπανωφόριον) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36. IV. διακινδυνεύω (πιθ. μεταφρ. ἐκ τῶν κύβων), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ Αἰσχύλ. Θ. 1028· ἴδε κατωτ. Β. IV., καὶ πρβλ. ἀναρρίπτω. Β. πολλῷ συχνότερον κατὰ μέσ. ἀνακρούομαι, ἔναρξιν ποιοῦμαι τοῦ ἄδειν πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, (πρβλ. ἀναβολὴ ΙΙ.), ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, «ἀνεκρούετο ὡς ἀσόμενος, ἤτοι ἐπροοιμιάζετο» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 155, Θ. 266, Θεόκρ. 6. 20· καὶ ἀπολ., ἀναβάλεο Πινδ. Ν. 7. 114· ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1269· ὡσαύτως μ. αἰτ., ἀνεβάλλετο μολπὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 130· εὐχὴν ἀν. τῷ Ἔρωτι Φιλόστρ. 806: ― Παθ. [[[μέλος]]] ἀναβεβλημένον, ἀργὸν μέλος, ἀντίθετον τῷ ἐπίτροχον, Ἡλιόδ. 2. 8· ὅθεν ἐπίρρ. -μένως μετ’ ἀναβολῆς, βραδέως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54. ΙΙ. ἀναβάλλωἐπιβραδύνω τι, εἰς ὃ ἐνδιαφέρομαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.) μηδ’ ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα ἔργον Ἰλ. Β. 436. πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 408, Πινδ. Ο. 1. 129, Ν. 9. 69, Ἡρόδ. 3. 85· τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ’ ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1139· εἰσαῦθις ἀναβεβλήμεθα ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 983· εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν], νὰ ἀναβάλωμεν μέχρι τῆς αὔριον, Δημ. 541. 26· ― μετ’ ἀπαρ. μέλλοντος, ἀν. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Ἡρόδ. 6. 86, 2· ἀν. εἰς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι ὁ αὐτ. 5. 49· ἀν. ποιήσειν τὰ δέοντα Δημ. 31. 1· μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀν. ὑποκρίνασθαι Ἡρόδ. 9. 8· μὴ οὐ μηχανήσασθαι ὁ αὐτ. 6. 88 2) ἐπιρρίπτω τι ἐπί τινα, ἀποδίδω τὸ πρᾶγμα εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐπὶ σὲ τὸ πᾶν ἀνεβαλόμεθα Λουκ. Ἁλ. 15. ΙΙΙ. ῥίπτω τὸ ἱμάτιον ἢ ἐπανωφόριόν μου ἐπάνω μου ἢ ὀπίσω μου, ῥίπτω αὐτὸ ὑπὲρ τοὺς ὤμους, ὥστε νὰ κρέμαται κατὰ πτυχάς, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ἀριστοφ. Σφ. 1132· οὕτω καὶ μόνον ἀναβάλλομαι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 97· ἀν. ἐπιδέξια Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· εἴσω τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον, μὲ τὸ ἐπανωφόριον ἐρριμμένον ἐπάνωὀπίσω, Δημ. 420. 10· ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθίζειν, οὕτως ὥστε νὰ φαίνωνται τὰ γυμνὰ αὑτοῦ, Θεοφρ. Χαρ. 4: ― περὶ τῶν διαφόρων τρόπων καθ’ οὓς ἐφόρουν οἱ παλαιοὶ τὸ ἱμάτιον ἢ τὴν χλαῖναν, πρβλ. Ἑΐνδ. καὶ Σταλλβ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. προσέτι ἀνωτ. Α. ΙΙΙ, ἀναβολὴ Ι. 2. IV. = ἐνεργ. ΙΙΙ. ἀναβάλλεσθαι μάχην, διακινδυνεύω μάχην, ἀμφίβ. ἐν Ἡροδ. 5. 49 ἀντὶ ἀναλαβέσθαι, ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναβαλῶ, ao.2 ἀνέβαλον, pf. ἀναβέβληκα;
Pass. ao. ἀνεβλήθην, pf. ἀναβέβλημαι;
1 lancer de bas en haut : γῆν XÉN, χοῦν THC rejeter la terre (d’un fossé, d’un terrassement) ; ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον XÉN enlever qqn pour le poser à cheval;
2 lancer en arrière ; reculer, différer, remettre : ἄεθλον OD différer un combat;
Moy. ἀναβάλλομαι (f. ἀναβαλοῦμαι);
1 relever sur soi, acc.;
2 se lancer dans, s’engager dans : μάχας πρός τινα HDT se lancer dans une lutte contre qqn ; ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν OD commencer à chanter, préluder;
3 différer, remettre, acc.;
4 tirer en longueur, prolonger, acc..
Étymologie: ἀνά, βάλλω.

English (Autenrieth)

throw up.— I. act., postpone, ἄεθλον, Od. 19.584.—II. mid., (1) ‘strike up’ a prelude, w. inf., φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, Od. 1.155, cf. Od. 17.262.—(2) postpone for oneself, ἔργον, Il. 2.436.

English (Slater)

ἀναβάλλω med.,
   a strike up, the lyre εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν, ἀναβάλεο (N. 7.77)
   b postpone “ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον θυγατρός” (O. 1.80) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (N. 9.29)