αἵρεσις: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
(Bailly1_1)
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, prise;<br /><b>2</b> choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι <i>ou</i> γίγνεταί μοι [[αἵρεσις]] THC j’ai le choix ; [[οὐκ]] [[ἔχει]] αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; <i>particul.</i> choix par un vote, élection;<br /><b>3</b> préférence, inclination ; dessein, projet.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, prise;<br /><b>2</b> choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι <i>ou</i> γίγνεταί μοι [[αἵρεσις]] THC j’ai le choix ; [[οὐκ]] [[ἔχει]] αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; <i>particul.</i> choix par un vote, élection;<br /><b>3</b> préférence, inclination ; dessein, projet.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>αἵρεσις</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[choice]] “ἀλλ' [[ἄγε]] τῶνδέ [[τοι]] ἔμπαν αἵρεσιν παραδίδωμ” (N. 10.82)
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἵρεσις Medium diacritics: αἵρεσις Low diacritics: αίρεσις Capitals: ΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: haíresis Transliteration B: hairesis Transliteration C: airesis Beta Code: ai(/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A taking, esp. of a town, Hdt.4.1, etc.; ἡ βασιλέος αἵ. the taking by the king, Id.9.3; ἐλπίζων ταχίστην -σιν ἔσεσθαι Th. 2.75; αἵ. δυνάμεως acquisition of power, Pl.Grg.513a:—generally, taking, receiving, ἐπιγενημάτων PTeb.27.66 (ii B. C.).    B (αἱρέομαι) choice, αἵρεσίν τ' ἐμοὶ δίδου A.Pr.779; τῶνδε . . αἵρεσιν παρδίδωμι Pi.N.10.82; foll. by relat., αἵ. διδόναι ὁκοτέρην... εἰ... etc., Hdt.1.11, cf. D.22.19; αἵ. προτιθέναι, προβάλλειν, Pl. Tht.196c, Sph.245b; εἰ νέμοι τις αἵρεσιν S.Aj.265; αἵρεσιν λαβεῖν D.36.11; ποιεῖσθαι Isoc.7.19; αἵ. γίγνεταί τινι Th.2.61; οὐκ ἔχει αἵρεσιν it admits no choice, Plu.2.708b.    2 choice, election of magistrates, Th.8.89, cf. Arist.Pol.1266a26, al.; αἱρέσει, opp. κλήρῳ, 1300a19, etc.    3 inclination, choice, πρός τινα Philipp. ap. D.18.166, Plb.2.61.9, etc., cf. IG2.591b; opp. φυγή, Epicur.Ep.3p.62U.; περὶ αἱρέσεων καὶ φυγῶν, title of treatise by Epicurus.    II purpose, course of action or thought, like προαίρεσις, Pl.Phdr.256c; ἡ αἵ. τῆς πρεσβείας Aeschin. 2.11; αἵ. Ἐλληνική the study of Greek literature, Plb.39.1.3:—conduct, PTeb.28.10 (ii B. C.).    2 system of philosophic principles, or those who profess such principles, sect, school, Plb.5.93.8, D.S.2.29, Polystr.p.20 W., D.H.Amm.1.7, Comp.2,al., cf. Cic.Fam.15.16.3; κατὰ τῶν αἱ., title of treatise by Antipater of Tarsus; περὶ αἱρέσεων, title of Menippean satire by Varro, cf. Fr.164; αἵρεσις πρὸς Γοργιππίδην, title of work by Chrysippus, D.L.7.191; esp. religious party or sect, of the Essenes, J.BJ2.8.1; the Sadducees and Pharisees, Act.Ap.5.17, 15.5, 26.5; the Christians, ib.24.5,14, 28.22, generally, faction, party, App.BC5.2.    3 corps of epheboi, OGI 176 (Egypt).    4 Astrol., 'condition', Ptol.Tetr.21; ἡ ἡμερινὴ αἵ. Vett. Val.1.13.    III proposed condition, proposal, D.H.3.10.    2 commission, ἡ ἐπὶ τοὺς νέους αἵ. Pl.Ax.367a; embassy, mission, IG4.937 (Epid.).    3 freewill offering, opp. vow, LXX Le.22.18,al.    4 bid at auction, τὴν ἀμείνονα αἵ. διδόντι παραδοθῆναι POxy.716.22 (ii A. D.), cf. 1630.8 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

αἵρεσις: -εως, ἡ, (αἱρέω) ἡ κατάληψις, ἰδίως πόλεως, Ἡρόδ. 4. 1. κτλ., ἡ βασιλῆος αἵρ., ἡ ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατάληψις, Ἡρόδ. 9. 3. 2) σχέδιον ἢ μέσον πρὸς κατάληψιν τόπου τινός, Θουκ. 2. 75. Β. (αἱρέομαι) = ἐκλογή, αἵρεσίν τέ μοι δίδου, Αἰσχύλ. Πρ. 779· τῶν δε… αἵρεσιν παρδίδωμ’, Πινδ. Ν. 10. 154· ἑπομένου ἀναφορικοῦ, αἵρεσιν διδόναι ὁπότερον..., εἰ…, κτλ., Ἡρόδ. 1. 11., 9. 26· ὡσαύτως αἵρεσιν προτιθέναι, προβάλλειν, Πλάτ. Θεαίτ. 196C. Σοφιστ. 245Β· εἰ νέμοι τις αἵρεσιν, Σοφ. Αἴ. 265· αἵρεσιν λαμβάνειν, ἔχειν τὸ δικαίωμα ἐκλογῆς, Δημ. 947. 18. αἵρεσις γίγνεταί τινι, ἐπιτρέπεται εἴς τινα νὰ ἐκλέξῃ, Θουκ. 2. 61· οὐκ ἔχει αἵρεσιν, δὲν ἐπιτρέπει ἐκλογήν, Πλούτ. 2. 108Β. 2) ἐκλογὴ τῶν ἀρχόντων, Θουκ. 8. 89· αἵρεσιν ποιεῖσθαι, Ἰσοκρ. 143C, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 15., 4. 6, 3, κτλ. 3) προσπάθεια, ἐνέργεια, διά τι, αἵρ. δυνάμεως, Λατ. affectatio imperii, Πλάτ. Γοργ. 513Α: κλίσις, διάθεσις, προτίμησις, πρός τινα, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 12. Πολύβ. 2. 61, 9, κτλ. ΙΙ) ἐκλογή, σχέδιον, σκοπός, τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι καὶ ἐνεργεῖν, ὡς τὸ προαίρεσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 256C· ἡ αἵρεσις τῆς πρεσβείας, Αἰσχίν. 29. 30· αἵρεσις Ἑλληνική = ἡ σπουδὴ τῶν Ἑλλην. γραμμάτων, Πολύβ. 40. 6, 3. 2) φιλοσοφικὴ ἀρχή, ἢ σύστημα φιλοσοφ. ἀρχῶν, ἢ οἱ πρεσβεύοντες τοιαύτας ἀρχάς, αἵρεσις, σχολή, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 16, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. καὶ Ἀριστ. 7, κτλ., πρβλ. Κικ. ad Fam. 15. 16, 3: ἰδίως δὲ θρησκευτικὴ αἵρεσις, μερὶς ἴδια πρεσβεύουσα δόγματα, ὡς οἱ Ἐσσηνοί, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 2. 8, 1., οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 17., ιε΄, 5., κς΄, 5., οἱ ὁποῖοι μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν, αὐτόθι κδ΄, 5, 14., κη΄, 22, καὶ ὑπὸ τῶν ὀρθοδοξούντων Χριστιανῶν περὶ τῶν ἑτέρως φρονούντων, Ἐκκλ.: ὡσαύτως περὶ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν, Ἐκκλ. 3) προτεινόμενός τις ὅρος, πρότασις, Διον. Ἁλ. 3. 10. 4) ἐπιτροπεία κατ’ ἐκλογήν, καὶ τὴν ἐπὶ τοὺς νέους αἵρεσιν τῆς ἐξ Ἀρείου Πάγου βουλῆς, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (π. χ. Λευϊτ. κβ΄, 18) = ἑκούσιος, ἐλευθέρα προσφορά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐχή, τάξιμον.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre, prise;
2 choix : αἵρεσιν διδόναι, νέμειν donner, laisser le choix à qqn ; αἵρεσιν λαμβάνειν avoir le choix ; ἔστι ou γίγνεταί μοι αἵρεσις THC j’ai le choix ; οὐκ ἔχει αἵρεσιν PLUT cela n’admet pas de choix, il n’y a pas de choix ; particul. choix par un vote, élection;
3 préférence, inclination ; dessein, projet.
Étymologie: αἱρέω.

English (Slater)

αἵρεσις
   1 choice “ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παραδίδωμ” (N. 10.82)