ἐκτανύω: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. ἐξετάνυσσα, [[pass]]. ἐξετανύσθην: [[stretch]] [[out]], ‘[[lay]] [[low]],’ Il. 17.58; [[mid]]., [[fall]] [[prone]], Il. 7.271. | |auten=aor. ἐξετάνυσσα, [[pass]]. ἐξετανύσθην: [[stretch]] [[out]], ‘[[lay]] [[low]],’ Il. 17.58; [[mid]]., [[fall]] [[prone]], Il. 7.271. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ἐκτᾰνύω</b> <br /> <b>1</b> [[stretch]] [[out]] νιν ἐκτάνᾰσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. [[δέρμα]] λαμπρόν) (P. 4.242) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:31, 17 August 2017
English (LSJ)
=
A ἐκτείνω, βραχίονας Theoc.25.270:—Hom. has this form only, in the sense to stretch out (on the ground),
German (Pape)
[Seite 779] (s. τανύω), = ἐκτείνω, ausspannen, ausbreiten; δέρμα Pind. P. 4, 242; ἐκ δ' ἐτάνυσσα ἱμάντα βοός Od. 23, 201; hinstrecken, vom Winde, den Baum, Il. 17, 58, vgl. 11, 834; χέρας Lucill. (XI, 105); pass., der Länge nach hingestreckt werden, hinstürzen, Il. 7, 271 u. sp. D.; ὕπτιος ἐν φύλλοισιν ἐξετανύσθη Theocr. 22, 106; ἐξετάνυσσα βραχίονας 25, 270. In Prosa nur Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰνύω: μέλλ. -ύσω, = ἐκτείνω: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, ἔρνος... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ ἄνεμος) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ ὕπτιος ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη ἄμπελος, ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) ἐκτείνω, τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) ἐπεκτείνω, ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. ὅπερ νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε ἐξανύω: ― Ποιητ. λέξις, ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκτανύσω, ao. ἐξετάνυσα, ao. Pass. ἐξετανύσθην;
1 étendre, allonger;
2 étendre sur le sol.
Étymologie: ἐκ, τανύω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξετάνυσσα, pass. ἐξετανύσθην: stretch out, ‘lay low,’ Il. 17.58; mid., fall prone, Il. 7.271.
English (Slater)
ἐκτᾰνύω
1 stretch out νιν ἐκτάνᾰσαν Φρίξου μάχαιραι (sc. δέρμα λαμπρόν) (P. 4.242)