κολλάω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(eksahir)
(strοng)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pegar]], [[fijar]], [[juntar]]
|esgtx=[[pegar]], [[fijar]], [[juntar]]
}}
{{StrongGR
|strgr=from kolla ("[[glue]]"); to [[glue]], i.e. ([[passively]] or reflexively) to [[stick]] ([[figuratively]]): [[cleave]], [[join]] ([[self]]), [[keep]] [[company]].
}}
}}

Revision as of 17:49, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλάω Medium diacritics: κολλάω Low diacritics: κολλάω Capitals: ΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: kolláō Transliteration B: kollaō Transliteration C: kollao Beta Code: kolla/w

English (LSJ)

(κόλλα)

   A glue, cement, τι περὶ τὸν τράχηλον, τι πρός τι, Pl. Ti.75d, 82d; ἐπιστύλια ἐπὶ τοὺς κίονας IG22.1668.46; mend a broken vessel, ib.11(2).161A 111 (Delos, iii B.C.), POxy.1449.15 (iii A.D.).    2 join one metal or other substance to another, κ. χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφαντα, i.e. make [a crown] inlaid with gold and ivory, Pi.N.7.78:—Pass., κολλώμενα glued together, opp. γομφούμενα, Ar. Eq.463; ὁ κολλώμενος σίδηρος welded iron, Plu.2.619a; στραγγαλὶς χρυσᾶ κεκολλημένη POxy.1449.23 (iii A.D.).    II generally, join fast together, unite, ἄλφιτον ὕδατι Emp.34; χαλκὸν ἐπ' ἀνέρι κολλᾶν, of one applying a cupping-glass, Cleobulina 1, cf. Gal.Thras.23; close up wounds, Id.11.440:—Pass., κολλέεσθαι, of poison entering the system, Hp.Ep.19 (Hermes 53.66); κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ἤθη [ὁ πόθος] Pl.Lg.776a:—Pass., cleave to, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ is indissolubly bound to . . (Blomf. for προσάψαι), A.Ag.1566 (lyr.); λόγος εἰς τὰ σπλάγχνα κολληθείς Philem.113.4; of persons, κ. τινί Act.Ap. 5.13; of things, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Ev.Luc.10.11: sens. obsc., AP11.73 (Nicarch.).    III put together, build, Pi.O.5.13:— Med., fit together, τροχάλεια Arat.530.

German (Pape)

[Seite 1473] zusammenleimen, -fügen, verbinden; χρυσόν Pind. N. 7, 78, wie σίδηρος κολλώμενος (damascirt?), Plut. Symp. 1, 2, 6; τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν Plat. Tim. 82 d; so auch A. – Oft übertr., κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. Ag. 1547, wie wohl für προσάψαι zu emend. ist; κολλᾷ καὶ συνδεῖ πόθος πάντα ἤθη Plat. Legg. VI, 776 a; Plut.; oft im N. T. – S. auch κολλητός.

Greek (Liddell-Scott)

κολλάω: (κόλλα) κολλῶ, συγκολλῶ, τι περί τι, τι πρός τι Πλάτ. Τίμ. 75D, 82D. 2) συνάπτω μέταλλόν τι πρὸς ἕτερον, κ. σίδηρον, σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συγκολλῶ, Πλούτ. 2. 619Α (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. κόλλησις)· κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, κατασκευάζω στέφανον πεποικιλμένη διὰ χρυσοῦ καὶ ἐλέφαντος, Πινδ. Ν. 7. 115. ― Παθ., κολλώμενα, συγκολλώμενα κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ γομφούμενα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 463. ΙΙ. καθόλου, συνενῶ σφιγκτῶς, συνδέω, συνάπτω, τινί τι Ἐμπεδ. 275· χαλκὸν ἐπ’ ἀνέρι κολλᾶν, ἐπί τινος ἐφαρμόζοντος σικύαν («βεντοῦζαν»), Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12, πρβλ. Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ὁ πόθος Πλάτ. Νόμ. 776Α. ― Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τινα ἢ εἴς τι, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ, εἶναι ἀδιαλύτως συνημμένον πρὸς... (κατὰ Blomf. ἀντὶ προσάψαι), Αἰσχ. Ἀγ. 1566· οὕτως, ἐπὶ προσώπων, κ. τινι, προσκολλῶμαι εἴς τινα, συνδέομαι μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 13· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Εὐαγ. κ. Λουκ. ι΄, 11. ΙΙΙ. συνάπτω, συναρμόζω, κτίζω, Πινδ. Ο. 5. 29· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. προσαρμόζομαι, ἁρμόζω, τροχάλεια Ἄρατ. 530.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐκόλλησα;
Pass. ao. ἐκολλήθην, pf. κεκόλλημαι;
1 coller, souder;
2 fig. unir fortement : κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ ESCHL cette race est indissolublement liée au malheur.
Étymologie: κόλλα.

English (Slater)

κολλάω
   1 bind together κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (sc. Ψαῦμις vel Ἵππαρις: sign. dub.: perhaps a reference is intended to the rebuilding of Kamarina shortly after 461 B. C., cf. v. 8. τὰν νέοικον ἕδραν) (O. 5.13) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.78)

Spanish

pegar, fijar, juntar

English (Strong)

from kolla ("glue"); to glue, i.e. (passively or reflexively) to stick (figuratively): cleave, join (self), keep company.