ἡγεμονεύω: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(strοng) |
(T22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[ἡγεμών]]; to [[act]] as [[ruler]]: be [[governor]]. | |strgr=from [[ἡγεμών]]; to [[act]] as [[ruler]]: be [[governor]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[ἡγεμών]]); (from [[Homer]] [[down]]);<br /><b class="num">a.</b> to be [[leader]], to [[lead]] the [[way]].<br /><b class="num">b.</b> to [[rule]], [[command]]: [[with]] the genitive of a [[province]] (cf. Buttmann, 169 (147)), to be [[governor]] of a [[province]], said of a [[proconsul]], Luke 3:1. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 28 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἁγ-,
A lead the way, προτὶ Ἴλιον Il.16.92; πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο, Od.3.386, 8.4, 23.293, 17.372; πρόσθ' ἡγεμόνευεν 22.400, 24.155; αὖλιν ἐφ' ἡμετέρην Theoc. 25.60; ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος Pl.Smp.197a: c dat. pers., Od.3.386, 8.4, Hes.Th.387, etc.; τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ . . ἡγεμονεύῃς Il.15.46; ὁδὸν ἡ. to lead the way, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμονεύσω Od.6.261, cf. Parm.1.5: twice in Hom., c. dat. et acc., τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευε Od.24.225; ὕδατι ῥόον ἡ. make a course for the water, Il.21.258. II lead in war, rule, command, once in Hom., c. dat., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε . . Ἕκτωρ 2.816: elsewh., c. gen., Λοκρῶν δ' ἡ. Αἴας ib.527, cf. 552, Hdt.7.99, 160, etc.; ἡγεμόνων ἡ. X. Ages.1.3, etc.; ἡ. τῆς σκέψεως to take the lead in it, Pl.Prt.351e: abs., to have or take the command, Hdt.8.2; ἡ. ἐν πόλει Pl.R.474c:— Pass., to be ruled, ὑπό τινος Th.3.61.—Signf. 11 never occurs in Od., and signf. 1 rarely in Il. III to be governor, τῆς Συρίας Eu. Luc.2.2: abs., PTeb.302.7(i A.D.), IGRom.3.162 (Ancyra, ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1149] ein ἡγεμών sein, vorangehen, auf einem Wege, mit der Nebenbeziehung, daß man Anderen dadurch den Weg zeigt u. sie auffordert, nachzufolgen, τινί, z. B. τοῖσιν δ' ἡγεμόνευε – Νέστωρ – ἑὰ πρὸς δώματα Od. 3, 386; 8, 4. 421. 23, 293; auch πρόσθ' ἡγεμονεύειν, 22, 400; ὁδόν, den Weg vorangehen, den Weg zeigen, Od. 6, 261. 7, 30. 10, 501; αὐτὰρ ὁ τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν 24, 225; ähnlich ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύειν, dem Wasser ein Bett, einen Ablauf zeigen, bereiten, Il. 21, 258; vgl. Pind. ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ἐπίστανται, Ol. 6, 25; ἁγεμονεῦσαι κωμάζοντι 9, 3; bei Ar. Pax 1059 ist ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμόνευον im Orak. eine Reminiscenz aus Homer; sp. D., δαίμων ἕτερον πλόον ἡγεμονεύσει Ap. Rh. 2, 421; ἐγὼ δέ τοι ἡγεμονεύσω αὖλιν ἐς ἡμετέρην Theocr. 25, 60. – In der Il. tritt die Bdtg. "dem Heere vorangehen, es führen", gebieten, befehlen, mehr hervor, Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε – Ἕκτωρ, eigtl. den Troern zog voran, Il. 2, 816, wie Hes. ὅππη μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύει Theog. 387; gewöhnlicher c. gen., wie die anderen Wörter, die ein Befehlen, Gebieten bedeuten, Λοκρῶν δ' ἡγεμόνευεν Αἴας Il. 2, 527; 552. 620 u. öfter; στόλου Ap. Rh. 1, 704. Auch Plat., πότερον σὺ βούλει ἡγεμονεύειν τῆς σκέψεως ἢ ἐγὼ ἡγῶμαι; Prot. 351 e; καὶ ἄρχειν Phaed. 80 a. Ggstz ἕπομαι, 94 e; ἡγεμονεύειν ἐν τῇ πόλει Rep. V, 474 c; ἡγεμόνων ἡγεμονεύουσι Xen. Ages. 1, 3. – Thuc. braucht auch das pass., ὑπό τινος, 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμονεύω: Δωρ. ἁγεμ-, εἶμαι ἢ ἐνεργῶ ὡς ἡγεμών, προπορεύομαι, ὁδηγῶ, προτὶ Ἴλιον Ἰλ. Π. 92· πρὸς δώματα, ἀγορήνδε, λέχοσδε, δεῦρο Ὀδ.· πρόσθ’ ἡγεμόνευεν Χ. 400· Ω 155· ἐπ’ αὖλιν Θεόκρ. 25. 60· μετὰ δοτ. προσ., προπορεύομαί τινος, ὁδηγῶ τινα, Ὀδ. γ. 386, Θ. 4. κτλ.· τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ... ἡγεμονεύεις Ἰλ. Ο. 46· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁδὸν ἡγ., προπορεύομαι, ἐγὼ δ’ ὁδὸν ἡγεμονεύσω Ὀδ. Ζ. 261, πρβλ. Η. 30 κ. ἀλλ.· πλῆρες, τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, προεπορεύετο αὐτῶν, ὡδήγει αὐτούς, Ω. 225· οὕτω, ῥόον ὕδατι ἡγεμονεύω, ἀνοίγω αὔλακα διὰ τὸ ὕδωρ, διευθύνω τὸν ῥοῦν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 258 (τὰ μόνα χωρία παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ. καὶ αἰτ.). ΙΙ. ὁδηγῶ ἐν πολέμῳ, εἶμαι ἡγεμών, ἀρχηγός, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. μετὰ δοτ., Τρωσὶ μὲν ἡγεμόνευε... Ἕκτωρ Ἰλ. Β. 816, πρβλ. Ἡσ. Θ. 387· ἀλλαχοῦ, ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τοῦ ἄρχειν σημαντικῶν ῥημάτων (ἄρχω, κρατέω, κτλ.), μετὰ γεν., Λοκρῶν δ’ ἡγ. Αἴας Ἰλ. Β. 527, πρβλ. 552, 620, κτλ.· - οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 99, 160, κτλ.· ἡγεμόνων ἡγ. Ξεν. Ἀγησ. 1, 3, κτλ.· ἡγ. τῆς σκέψεως, διευθύνων τὴν συζήτησιν, Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· - ἀπολ., ἔχω τὴν ἀρχηγίαν, Ἡρόδ. 8. 2· ἡγ. ἐν πόλει Πλάτ. Πολ. 474C· ἐπιθυμίας καὶ ἔρωτος ἡγεμονεύσαντος αὐτόθι 197Α. -Παθ., κυβερνῶμαι. ὑπό τινος Θουκ. 3. 61. - Ἡ σημασ. ΙΙ οὐδαμοῦ εὕρηται ἐν τῇ Ὀδ., καὶ ἡ σημασ. Ι σπανίως ἐν τῇ Ἰλ. ΙΙΙ. εἶμαι κυβερνήτης, τῆς Συρίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 2.
French (Bailly abrégé)
1 être le guide de : τινί de qqn ; ὁδόν OD montrer le chemin ; τινι ὁδόν OD montrer à qqn le chemin ; ῥόον ὕδατι ἡγ. IL tracer à l’eau un courant;
2 conduire, diriger, commander : τινός, τινί, à qqn ; Pass. ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος THC être sous la domination de qqn.
Étymologie: ἡγεμών.
English (Autenrieth)
(ἡγεμών), fut. -εύσω: be leader, lead the way (w. dat.), command an army (w. gen.), (Il.); τοῖσι γέρων ὁδὸν ἡγεμόνευεν, Od. 24.225; ὕδατι ῥόον, Il. 21.258; ἑτέρης (στιχός), Il. 16.179 (dat. Il. 2.816).
English (Strong)
from ἡγεμών; to act as ruler: be governor.
English (Thayer)
(ἡγεμών); (from Homer down);
a. to be leader, to lead the way.
b. to rule, command: with the genitive of a province (cf. Buttmann, 169 (147)), to be governor of a province, said of a proconsul, Luke 3:1.