δήποτε: Difference between revisions
(strοng) |
(T22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from δή and [[ποτέ]]; a [[particle]] of generalization; [[indeed]], at [[any]] [[time]]: ([[what]]-)[[soever]]. | |strgr=from δή and [[ποτέ]]; a [[particle]] of generalization; [[indeed]], at [[any]] [[time]]: ([[what]]-)[[soever]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=(from δή and [[πότε]]), adverb, [[now]] at [[length]] (jam aliquando); at [[any]] [[time]]; at [[last]], etc., [[just]] [[exactly]]; ([[hence]], it generalizes a [[relative]], [[like]] the Latin cumque; [[see]] Lob. ad Phryn., p. 373): ᾧ [[δήποτε]] νοσήματι, [[with]] [[whatsoever]] [[disease]], R G, [[but]] L ὁιωδηποτουν). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:13, 28 August 2017
English (LSJ)
indef. Adv. (better written δή ποτε), Ion. δήκοτε, Dor. δήποκα,
A at some time, once upon a time, Od.6.162, E.Supp.1131 (lyr.); αἰεὶ δ. Th.8.73; at length, A.Ag.577. 2 εἰ δή ποτε if ever, Il.1.40. 3 with interrog., τί δή ποτε; what in the world? what or why now? καίτοι τί δή ποτε; D.4.35; πόσοι δή ποτ' εἰσὶν οἱ . .; how many do you suppose? Id.20.21. 4 esp. freq. with relatives, ὅτι δή κοτε πράξαντα Hdt.6.134; ὅστις δ. ὤν Pl.Phdr.273c; ὅτι δή ποτε whatever it may be, 'so-and-so', D.21.32; ὁπόθεν δ. Id.35.6: strengthd. by οὖν, ὅντινα δή ποτ' οὖν τρόπον Id.40.8; οἷος δή ποτ' οὖν v.l. in Dsc.5.10; also δή ποτ' οὖν without relat., κατὰ πρεσβείαν ἢ κατ' ἄλλην δ. χρείαν Arch.Pap.6.9 (Delos).
German (Pape)
[Seite 567] richtiger δή ποτε geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und ποτέ, ihre gesonderte, ursprüngliche Bdtg, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 6, 162 Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμ ῷ φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα: hier hebt δή das Δήλῳ hervor und ποτέ heißt »einst«; Iliad. 19, 271 οὐκ ἂν δή ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν Ἀτρείδης ὤρινε διαμπερές; 1, 40 εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' ἔκηα ταύρων ἠδ' αἰγῶν, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ, vgl. 1, 394 Δία λίσαι, εἴ ποτε δή τι ἢ ἔπει ὤνησας κραδίην Διὸς ἠὲ καὶ ἔργῳ. – Eurip. Hecub. 484 ποῦ τὴν ἄνασσαν δήποτ' οὖσαν Ἰλίου Ἑκάβην ἄν ἐξεύροιμι; – Am häufigsten nach Homer in der Frage: τί δή ποτε, was denn in aller Welt? warum denn das? Plat. Gorg. 450 b; Xen. Mem. 3, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δήποτε: ἀόρ. ἐπίρρ. συνήθως γραφόμενον δή ποτε, Δωρ. δήποκα, κατά τινα καιρόν, κἄποτε, μίαν φοράν, Ὀδ. Ζ. 102, Αἰσχύλ. Ἀγ. 577, Εὐρ. Ἱκέτ. 1130. 2) εἰ δή ποτε, Λατ. si quando, Ἰλ. Α. 40· ὅτι δή ποτε Δημ. 524. 20· ὁπόθεν δή ποτε (διάφ. γραφ. δή ποθεν), ἔκ τινος ὁπωσδήποτε μέρους, ὁ αὐτ. 925. 5. 3) ὡς ἐρωτ., τί δή ποτε; τί συμβαίνει; λοιπόν, τί; Λατ. quidnam. Donat. Terent. Andr. 3. 4, 3 (πρβλ. γὰρ ΙΙΙ. 1)· καίτοι τί δή ποτε; jam vero quid tandem? Δημ. 50. 4· ὡσαύτως, ὅστις δήποτε, ὅ τι δ. πράξαντα Ἡρόδ. 6. 134· ὅστις δ. ὢν Πλάτ. Φαίδρ. 273C· ‒ πόσοι δή ποτε; πόσοι νομίζεις; Δημ. 463. 12. 4) ὡσαύτως, δή ποτ᾿ οὖν = Λατ. cunque, ὁ αὐτ. 1010. 15. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 373.
French (Bailly abrégé)
ou δή ποτε;
adv.
quelque jour, quelquefois ; naguère ; εἰ δή ποτε, si jamais ; ὅ τι δή κοτε (ion.) HDT n’importe quoi enfin ; dans les interr. τί δή ποτε ; quoi enfin ?
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. δήκοτε Hdt.5.80, Herod.7.81
• Morfología: [tb. divissim δή ποτε, δή κοτε, δή ποκα]
adv.
I c. valor temp. indef.
1 gener. algún día, en algún momento ἄλλοτε δή ποτε μᾶλλον ἐρωῆσαι πολέμοιο μέλλω en algún otro momento puedo preferir apartarme de la guerra, Il.13.776, δή ποτ' Ἀριστόδαμον φαῖσ' οὐκ ἀπάλαμνον ... λόγον εἴπην dicen que una vez Aristodamo dijo una frase no sin sentido Alc.360.1, εἶπε δή κοτε μαθών τις alguien que en algún momento lo entendió dijo Hdt.l.c., cf. Il.14.234, Od.6.162, Sapph.22.15, Ar.Au.1251, αἰεὶ δ. siempre en un momento u otro Th.8.73
•frec. en or. cond. εἰ δή ποτε si alguna vez ref. al pasado Il.1.40, cf. Od.19.22, Ar.Ra.242, ref. al pres. o fut. ἢν ἄρα δ. ἐδητύος ἄμμι λίπωσι si alguna vez me dejan algo de comida A.R.2.228, cf. 3.1069, εἰ δέ κεν ... δή ποτ' ... δὴ τότε si alguna vez ... entonces A.R.4.1419
•insistiendo en un momento determinado del pasado antaño, una vez en otro tiempo, un día πρὶν δή ποτε S.Ai.612, ἐπειρήθην δὲ δή ποτε ... Hp.Art.47, δή κοτε ἀπιούσῃ ἐκ τοῦ ἱροῦ Hdt.6.61, ποῦ τὴν ἄνασσαν δή ποτ' οὖσαν Ἰλίου Ἑκάβην ἂν ἐξεύροιμι; ¿dónde podría encontrar a Hécuba, que fue antaño reina de Ilión? E.Hec.484, τὸν ἁβρὸν δ. ἐν Τροίᾳ πόδα mi pie, que un día en Troya fue delicado E.Tr.506, Δηὼ γὰρ κείνῃ ἐνὶ δή ποτε νάσσατο γαίῃ A.R.4.988, ἇς δή ποκ' ἀπὸ ψυχὰν ἐρύσαντο ὠδῖνες a la que un día los dolores de parto quitaron la vida, AP 7.730 (Pers.), cf. Pi.O.9.9, A.R.3.1095, 4.1131, Plu.Art.17
•frec. introduciendo un relato δ. Κῦρος ἄναξ βασιλήϊον ὡς ἀνέῳξεν τύμβον AP 8.214 (Gr.Naz.), cf. Call.Lau.Pall.70, A.R.2.477, 3.997, AP 9.482 (Agath.), D.S.16.55.
2 alguna vez, a veces καί μοι δ. καὶ λοιδορίαι ... ἥδισται δοκοῦσι Aeschin.Ep.5.6, cf. Nic.Al.383, πολλάκι ... δ. unas veces ... otras Nic.Al.133, cf. Th.683.
3 por fin, finalmente, de una vez Τροίαν ἑλόντες δ. A.A.577, ὦ θεοί, γενέσθω δή ποτ' εὐτυχὲς γένος τὸ Ταντάλειον E.Hel.855, ἐπὶ χρόνον ἄφθογγος ἦν· μόγις δὲ δή κοτε ... εἶπε permaneció mudo un tiempo; finalmente con esfuerzo habló Hdt.1.116, ἵν[α] δ. τὸ πρᾶγμα πέρας λ[ά] βῃ PFam.Teb.15.41 (II d.C.).
II sin valor temp., aumenta la indefinición
1 de un pron., adj. o adv. relat. sea quien sea, sea lo que sea ὅστις δ. ὤν Pl.Phdr.273c, ὅτου δ. εἵνεκα por la razón que haya sido D.18.21, ὅτι δ. lo que sea, algo Hp.Ep.17.3, Hdt.6.134, D.21.32, Arist.Xen.979a6, ὅ τι δή κοτέ ἐστι τὸ ἐπιφαινόμενόν τοι ἐν τῷ ὕπνῳ Hdt.7.16γ, ὅ τι μοι λοιπὸν ψυχῆς, ὅ τι δ. lo que me queda del alma, sea lo que sea, AP 12.166 (Asclep.), ἐλάσας ἐπὶ τὰς Σάρδις τοῦ Κύρου στρατοῦ μοῖραν ὅσην δή κοτε ἔχων conduciendo hacia Sardes una parte -lo que tenía- de las tropas de Ciro Hdt.1.157, δώσω ὅσον τις καὶ ἄλλος πλεῖστον δ. ἔδωκε X.Cyr.3.2.26, πρὸς ἑαυτὸν ὅντινα δ. ὕμνον περαίνων Eun.VS 475, χαλκοῦ ῥίνημ' ὂ δήκοτ' ἐστί la raspadura de una moneda sea cual sea su tamaño Herod.l.c., καθ' ἥντινα δ. αἰτίαν PLond.904.22 (II d.C.), ὁπόθεν δ. de donde sea D.35.6, cf. ὁσδήποτε, ὁτιδήποτε, etc.
2 de un pron., adj. o adv. interr. τί δ.; ¿qué en general?, ¿qué, sea lo que sea? X.Mem.3.2.2, Pl.Euthphr.15a, Grg.450b, διὰ τί δὲ δ.; Hp.Flat.10, διὰ τίνα δή ποτ' αἰτίαν; ¿por qué causa, sea cual sea? Arist.Pol.1280b24, πόσοι δή ποτ' εἰσίν; ¿cuántos son en verdad? D.20.21
•τί δ.; ¿por qué razón?, ¿a santo de qué? en interr. dir. o indir. D.6.7, 8.8, 10.71, Arist.de An.408a25, I.BI 5.462, Plu.2.723b, Phoc.18, Luc.IConf.16, Hes.1, DDeor.23.1, Max.Tyr.1.5, Ep.Diog.1, Eun.VS 466.
English (Strong)
from δή and ποτέ; a particle of generalization; indeed, at any time: (what-)soever.
English (Thayer)
(from δή and πότε), adverb, now at length (jam aliquando); at any time; at last, etc., just exactly; (hence, it generalizes a relative, like the Latin cumque; see Lob. ad Phryn., p. 373): ᾧ δήποτε νοσήματι, with whatsoever disease, R G, but L ὁιωδηποτουν).