στέμμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411
(strοng)
(T22)
Line 27: Line 27:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from the [[base]] of [[στέφανος]]; a [[wreath]] for [[show]]: [[garland]].
|strgr=from the [[base]] of [[στέφανος]]; a [[wreath]] for [[show]]: [[garland]].
}}
{{Thayer
|txtha=στεμματος, τό ([[στέφω]], [[perfect]] [[passive]] ἔστεμμαι, to [[crown]], to [[bind]] [[round]]), a [[fillet]], a [[garland]], [[put]] [[upon]] victims: Winer s Grammar, 630 (585); B. D. American edition [[under]] the [[word]] <TOPIC:Garlands>). (From [[Homer]] [[down]].)
}}
}}

Revision as of 18:13, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέμμα Medium diacritics: στέμμα Low diacritics: στέμμα Capitals: ΣΤΕΜΜΑ
Transliteration A: stémma Transliteration B: stemma Transliteration C: stemma Beta Code: ste/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (στέφω) mostly in pl. (sg. in Il.1.28, Ar.Pax948),

   A wreath, garland, chaplet, esp. of the priest's laurel-wreath, wound round a staff, στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶ . . χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Il.1.14, 373; σκῆπτρον καὶ σ. θεοῖο ib.28, cf. E.Andr.894; sts. worn on the head, σ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Pl.R.617c; Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν σ. from shrine with chaplcts decked, Ar.Pl.39, cf. E.Ion 1310, Th.4.133; used in sacrificial ceremony, στέμμασι πυκασθείς (of victim) Hdt.7.197, cf. SIG1025.31 (Cos, iv/iii B.C.); σ. πάλας, as a prize, Epigr.Gr. 247 (Mysia); στέμματ' Ὀλυμπιάδων ib.881 (Cyzicus), etc.; ὁ ἐπὶ τῶν στεμμάτων an official connected with the crowns of office of magistrates (cf. στεπτικός, στέφανος), PFay.87i10 (ii A.D.), POxy.2130.7 (iii A.D.), cf. PRyl.77.28 (ii A.D.).    2 Sch.S.OT3 says the στέμματα were wreaths of wool wound round the olive-branch; hence στέμματα ξήνασ' E.Or.12.    II in pl., στέμματα pedigrees, family trees, Plu. Num.1; Lat. stemmata quid faciunt? Juv.8.1, cf. Plin.HN35.6.    2 guild, CIG3995b (Iconium);= φυλή, ib.9897 (Smyrna, Jewish); ὑπὲρ φιλοκυνηγῶν τοῦ σ. guild of huntsmen, Supp.Epigr.3.499 (Philippi).

German (Pape)

[Seite 934] τό, der Kranz, die Binde; Il. 1, 14 im plur., στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου 'Απόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, eine heilige Priesterbinde; von derselben Binde vs. 28 der sing. gebraucht, μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῐο, vgl. Schol. Aristonic.; vs. 14 wird 373 wiederholt; sonst erscheint das Wort im Homer nicht; Batrachom. 180 στέμματα der Athene; Her. 1, 132. 7, 197; diese στέμματα wurden sowohl auf dem Stabe, σκῆπτρον, wie Il. a. a. O., als auf dem Haupte getragen, Jac. Philostr. imagg. 339; ἱερὰ στέμματα σέβειν, Eur. Suppl. 36; λύσαντα σεμνὰ στεμμάτων μυστήρια, 470; vgl. Andr. 895, wo es Oelzweige mit Wolle umwickelt sind; zum Opfer gehörig, τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον καὶ στέμμα καὶ μάχαιραν, Ar. Pax 913, vgl. Av. 893 und die Stellen des Herodot; τί Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων; Ar. Plut. 39, was nach dem Schol. auf die bekränzte Pythia geht; Thuc. 4, 133; στέμματα ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἔχουσαι, Plat. Rep. X, 617 c; μετὰ στεμμάτων, Pol. 16, 33, 5.

Greek (Liddell-Scott)

στέμμα: τό, (στέφω) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. (ἑνικ. ἐν Ἰλ. Α. 28, Ἀριστοφ. Εἰρ. 498), στέφανος, «στεφάνι», ἰδίως ὁ τοῦ ἱκέτου ἐκ δάφνης στέφανος περιειλημένος περὶ βακτηρίαν, στέμματ’ ἔχων ἐν χερσὶ. χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ Ἰλ. Α. 14, 373· σκῆπτρον καὶ στ. θεοίο αὐτόθι 28, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 894· ἐνίοτε ἐφέρετο ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, στέμμασι πυκοσθείς Ἡρόδ. 7. 197· στ. ἐπὶ τῶν κεφαλῶν ἐχούσας Πλάτ. Πολ. 617C· Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ διὰ στεμμάτων κεκοσμημένου, Ἀριστοφ. Πλ. 39, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1310, Θουκ. 4. 133· στ. πάλας, ὡς ἀμοιβή, ὡς βραβεῖον, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· στέμματ’ Ὀλυμπιάδων αὐτόθι 881, κτλ.· ὁ ἐπὶ στεμμάτων, πρβλ. στέφανος ΙΙ. 2. 2) ὁ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 3 λέγει ὅτι τὰ στέμματα ἦσαν ἐξ ἐρίων περιειλημένα περὶ κλάδον ἐλαίας· ὅθεν στέμματα ξαίνειν, Εὐρ. Ὀρ. 12. ΙΙ. παρὰ Πλουτ. ἐν Νομ. 1, στέμματα = Λατ. stemmata (Ἰουβεν. 8. 1, Πλίν. Ν. Η. 35. 2), γενεαλογίαι. 2) οὕτω, στέμμα = σύλλογος, συντεχνία, σύνδεσμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3995b· = φυλή, αὐτόθι 9897.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 couronne, bandeau, bandelette ; particul. guirlande de laurier entrelacée autour d’un bâton pour les suppliants;
2 à Rome images des ancêtres, ornées de couronnes ; tableau généalogique d’une famille.
Étymologie: στέφω.

English (Autenrieth)

ατος (στέφω): chaplet or fillet of a priest. Chryses takes the fillet from his head and places it upon his sceptre, because he comes as a suppliant, Il. 1.14. (The cut shows the band in two positions—as extended at full length, and as wrapped around the head. In the second representation the ends should hang down by the sides of the head below the ears, Il. 1.28.)

Spanish

corona, guirnalda

English (Strong)

from the base of στέφανος; a wreath for show: garland.

English (Thayer)

στεμματος, τό (στέφω, perfect passive ἔστεμμαι, to crown, to bind round), a fillet, a garland, put upon victims: Winer s Grammar, 630 (585); B. D. American edition under the word <TOPIC:Garlands>). (From Homer down.)