χρώζω: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(6_14) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρώζω''': μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ [[καθόλου]], [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … [[χρῶμα]] χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - [[ἐντεῦθεν]], 2) [[χρωματίζω]], ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, [[μιαίνω]], αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., [[μάτην]] κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497. | |lstext='''χρώζω''': μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]] τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ [[καθόλου]], [[ἐγγίζω]], [[ψαύω]], γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … [[χρῶμα]] χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - [[ἐντεῦθεν]], 2) [[χρωματίζω]], ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, [[μιαίνω]], αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., [[μάτην]] κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και [[χροΐζω]] και ποιητ. τ. [[χροιίζω]] Α [[χρόα]] / [[χροιά]]<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>2.</b> [[χρωματίζω]], [[προσδίδω]] [[χρώμα]] σε μια [[επιφάνεια]] (α. «λευκὸν ἢ [[μέλαν]] ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] [[χρώμα]] για να επαλείψω μια [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1383] = χροΐζω, u. χρώζομαι, 1) die Oberfläche eines Körpers berühren, bestreichen, übh. berühren, anrühren; τὰ γόνατα Eur. Phoen. 1619; μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός Med. 497. – 2) der Oberfläche Farbe mittheilen, abfärben; ὑπὸ τοῦ ἡλίου κεχρωσμένοι Luc. Anach. 25; u. übh. = anstecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρώζω: μεταγεν, χρώννῡμι, -ύω (ἃ ἴδε)· μέλλ. χρώσω· - ἀόρ. ἔχρωσα κλπ.· - πρκμ. κέχρωκα (ἐπι-) Πλούτ. 2. 395Ε. - Παθ., μέλλ. χρωσθήσομαι, Γαλην.· - ἀόρ. ἐχρώσθην Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε, κλπ.· κέχρωμαι Ἱππ. 1215Ε, ἴδε κατωτ. Ὡς τὸ χρωΐζω, ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειάν τινος σώματος καὶ καθόλου, ἐγγίζω, ψαύω, γόνατα μὴ χρώζειν ἐμὰ Εὐρ. Φοίν. 1625. ΙΙ. μεταδίδωμί τι διὰ ψαύσεως, τὸ καλὸν … χρῶμα χρώζομεν, Ἀλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1. 9· - ἐντεῦθεν, 2) χρωματίζω, ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ’ οὔ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 10, κλπ. - Παθ., ὁ αὐτ. π. Χρωμάτ. 6. 6. Μετεωρ. 4. 4, 25, κ.ἀλλ.· ὑπὸ τοῦ ἡλίου Λουκ. Ἀνάχ. 35· κεστρεὺς χρωσθείς, κοκκινισθεὶς ἐν τῷ τηγανίῳ, τηγανισθείς, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 11. 3) κηλιδώνω, μιαίνω, αἵματι παλάμαν Ἀνθολ. Πλαν. 138· μεταφορ., μάτην κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς Εὐρ. Μήδ. 497.
Greek Monolingual
ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α χρόα / χροιά
1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω
2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ.
β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. χρησιμοποιώ χρώμα για να επαλείψω μια επιφάνεια
2. μολύνω, μιαίνω.