αμάρα: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμάρα]])<br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] για την [[άρδευση]] κήπων<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[υπόνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀμάρα]])<br /><b>1.</b> [[αυλάκι]] για την [[άρδευση]] κήπων<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[υπόνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης προελεύσεως [[τεχνικός]] όρος με σπάνια [[χρήση]]. Κατά μια [[άποψη]] η λ. πιθ. να [[είναι]] [[συγγενής]] ετυμολογικά με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]]». Κατά την [[άποψη]] αυτή η λ. [[ἀμάρα]] αποτελεί παράγωγο του ρημ. <i>διαμῶ</i>, <i>εξαμῶ</i> «[[ανοίγω]] [[αυλάκι]]». Ο [[σχηματισμός]] της οφείλεται σε [[επίδραση]] τών ουσ. [[τάφρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[θάπτω]]) και [[χαράδρα]]. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. [[είναι]] πιθ. να αποτελεί [[δάνειο]] ανατολικής προελεύσεως, πρβλ. χεττιτ. <i>amiyar</i>(<i>a</i>) «[[οχετός]], [[αυλάκι]], [[διώρυγα]]». Τέλος κατ’ άλλους η λ. πιθ. να συνδέεται με το αλβ. <i>ame</i> «[[κοίτη]] ποταμού» και τα ονόματα τών ποταμών <i>Amana</i>, <i>Amantra</i> κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαρεύω]], [[ἀμαρήιος]], [[ἀμαριαῖος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαρησκαπτήρ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀμάρα)
1. αυλάκι για την άρδευση κήπων
2. οχετός, υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης προελεύσεως τεχνικός όρος με σπάνια χρήση. Κατά μια άποψη η λ. πιθ. να είναι συγγενής ετυμολογικά με το ουσ. ἄμη «φτυάρι». Κατά την άποψη αυτή η λ. ἀμάρα αποτελεί παράγωγο του ρημ. διαμῶ, εξαμῶ «ανοίγω αυλάκι». Ο σχηματισμός της οφείλεται σε επίδραση τών ουσ. τάφρος (< θάπτω) και χαράδρα. Κατ’ άλλη άποψη η λ. είναι πιθ. να αποτελεί δάνειο ανατολικής προελεύσεως, πρβλ. χεττιτ. amiyar(a) «οχετός, αυλάκι, διώρυγα». Τέλος κατ’ άλλους η λ. πιθ. να συνδέεται με το αλβ. ame «κοίτη ποταμού» και τα ονόματα τών ποταμών Amana, Amantra κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμαρεύω, ἀμαρήιος, ἀμαριαῖος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαρησκαπτήρ.