σφονδύλη: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(11) |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfondyli | |Transliteration C=sfondyli | ||
|Beta Code=sfondu/lh | |Beta Code=sfondu/lh | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῡ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[an insect which lives on the roots of plants]], prob. a kind of [[beetle]], which has a strong smell when attacked, Ar. ''Pax''1078(hex.), cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''542a10 ([[varia lectio|v.l.]] [[σπονδύλη]]), 604b19, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''9.14.3.<br><span class="bld">II</span> σπονδύλη· <b class="b3">ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />insecte qui s'attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée <i>ou</i> blatte.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφονδύλη -ης, ἡ [~ σφόνδυλος?] insect dat vreselijke winden laat als het in gevaar is, missch. bombardeerkever. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ἡ, att. statt [[σπονδύλη]], ein [[unter]] der [[Erde]] lebendes, alle [[Wurzeln]] beschädigendes [[Insekt]], das, wenn es [[verfolgt]] wird, einen [[Gestank]] von sich gibt, <i>ein [[Erdkäfer]]</i>; Ar. <i>Pax</i> 1043; Theophr.; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 113. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφονδύλη:''' (ῡ) ἡ [[земляной жук или клоп]] (обгрызающий корни растений) Arph., Arst. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ. [[σπονδύλη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εντόμου που ζει στις ρίζες τών [[φυτών]], πιθ. [[είδος]] σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[σπονδύλη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[γαλῆ]] παρ' Ἀττικοῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. [[λέξη]], η οποία χρησιμοποιείται για ένα [[είδος]] εντόμου [[αλλά]] και για ένα [[είδος]] γαλής, νυφίτσας (στον τ. [[σπονδύλη]]), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη [[οσμή]]. Η λ. <i>σφονδ</i>-<i>ύλη</i> / <i>σπονδ</i>-<i>ύλη</i> (για την [[εναλλαγή]] δασέος - κλειστού συμφώνου <b>πρβλ.</b> [[σπόνδυλος]]: [[σφόνδυλος]], [[σπόγγος]]: [[σφόγγος]]) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i>, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[κανθύλη]], [[κορδύλη]]). Συζητήσιμη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. [[σπόνδυλος]]. Τη λ., [[τέλος]], δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>spondyle</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφονδύλη:''' [ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού ([[βρομούσα]]), που τρέφεται με ρίζες [[φυτών]] και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια [[πολύ]] δυνατή [[οσμή]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφονδύλη''': ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ [[σπονδύλη]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς [[εἶδος]] κανθάρου ἐκπέμποντος [[λίαν]] ἰσχυρὰν ὀσμὴν [[ὁπόταν]] προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. [[σπονδύλη]]), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «[[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.] | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[kind of earth-beetle]] (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">σπονδ-</b>], Thphr.); <b class="b3">σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ</b>' [[Ἀττικοῖς]] H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Unexplained; for the formation cf. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] a.o. With formally close <b class="b3">σφόν-δυλος</b> no connection has been established. Lat. LW [loanword] [[sphondyle]], [[-lum]], [[-lium]]. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix <b class="b3">-υλ-</b>). It may have <b class="b3">σπονδ-</b> from <b class="b3">*σπανδ-</b> with [[ο]] < [[α]] before [[υ]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σφονδύ¯λη, ἡ,<br />a [[kind]] of [[beetle]], Ar. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''σφονδύλη''': {sphondú̄lē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Art Erdkäfer]] (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); [[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς H.<br />'''Etymology''': Unerklärt; zur Bildung vgl. [[κορδύλη]], [[σχενδύλη]] u.a. Zum formal naheliegenden [[σφόνδυλος]] ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW ''sphondyle'', -''lum'', -''lium''.<br />'''Page''' 2,832 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:20, 1 November 2024
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3.
II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
insecte qui s'attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée ou blatte.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφονδύλη -ης, ἡ [~ σφόνδυλος?] insect dat vreselijke winden laat als het in gevaar is, missch. bombardeerkever.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, att. statt σπονδύλη, ein unter der Erde lebendes, alle Wurzeln beschädigendes Insekt, das, wenn es verfolgt wird, einen Gestank von sich gibt, ein Erdkäfer; Ar. Pax 1043; Theophr.; vgl. Lobeck Phryn. 113.
Russian (Dvoretsky)
σφονδύλη: (ῡ) ἡ земляной жук или клоп (обгрызающий корни растений) Arph., Arst.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α
1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή
2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία χρησιμοποιείται για ένα είδος εντόμου αλλά και για ένα είδος γαλής, νυφίτσας (στον τ. σπονδύλη), που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το ότι αναδίδουν δυσάρεστη οσμή. Η λ. σφονδ-ύλη / σπονδ-ύλη (για την εναλλαγή δασέος - κλειστού συμφώνου πρβλ. σπόνδυλος: σφόνδυλος, σπόγγος: σφόγγος) εμφανίζει επίθημα -ύλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κανθύλη, κορδύλη). Συζητήσιμη παραμένει η σύνδεση της λ. με τον τ. σπόνδυλος. Τη λ., τέλος, δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. spondyle].
Greek Monotonic
σφονδύλη: [ῡ], ἡ, είδος σκαθαριού (βρομούσα), που τρέφεται με ρίζες φυτών και όταν χτυπηθεί αναδίδει μια πολύ δυνατή οσμή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kind of earth-beetle (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Unexplained; for the formation cf. κορδύλη, σχενδύλη a.o. With formally close σφόν-δυλος no connection has been established. Lat. LW [loanword] sphondyle, -lum, -lium. -- The word looks as if Pre-Greek (suffix -υλ-). It may have σπονδ- from *σπανδ- with ο < α before υ.
Middle Liddell
σφονδύ¯λη, ἡ,
a kind of beetle, Ar.
Frisk Etymology German
σφονδύλη: {sphondú̄lē}
Grammar: f.
Meaning: Art Erdkäfer (Ar., Arist. [[[varia lectio|v.l.]] σπονδ-], Thphr.); σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς H.
Etymology: Unerklärt; zur Bildung vgl. κορδύλη, σχενδύλη u.a. Zum formal naheliegenden σφόνδυλος ist noch keine semantische Brücke geschlagen. Lat. LW sphondyle, -lum, -lium.
Page 2,832