αμαυρός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμαυρός]], -ά, -όν (AM)<br />[[θαμπός]], [[σκοτεινός]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδέτερο ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμαυρόν</i> αδύναμα, εξασθενημένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται με [[δυσκολία]], [[θαμπός]], [[αμυδρός]], [[σκιώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέγγει [[θαμπά]], [[σκοτεινός]], [[θαμπός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, [[σκοτεινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[τυφλός]], [[αόμματος]]<br /><b>5.</b> (για ήχους) [[ελαφρός]], [[αμυδρός]], [[ασθενικός]]<br /><b>6.</b> [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>7.</b> [[άσημος]], [[αφανής]], [[άγνωστος]]<br /><b>8.</b> [[μελαγχολικός]], [[ταραγμένος]], [[ανήσυχος]], συγκεχυμένος<br /><b>9.</b> (με ενεργητική [[σημασία]]) ([[αρρώστια]]) που αδυνατίζει, που εξασθενεί<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀμαυρά</i> και <i>ἀμαυρῶς</i><br />αδύναμα, αμυδρά, θολά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο που <i>απαντά για</i> πρώτη [[φορά]] στην [[Οδύσσεια]] ως [[χαρακτηρισμός]] οπτασίας, φαντάσματος, με τη [[σημασία]] «[[σκοτεινός]], [[δυσδιάκριτος]]». Στη [[Σαπφώ]] το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά [[επίσης]] ως επίθ. της νύχτας, ως [[χαρακτηρισμός]] βλέμματος και γενικά έχει τη [[σημασία]] «ελάχιστα [[ορατός]], [[σκοτεινός]], [[θαμπός]], [[αμυδρός]], [[σκιώδης]]» [[χωρίς]] να δηλώνει ένα συγκεκριμένο [[χρώμα]]. Από το επίθ. [[ἀμαυρός]] προήλθε ο [[ρηματικός]] τ. <i>ἀμαυρῶ</i> «[[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, [[επισκιάζω]], [[μειώνω]], [[εξαλείφω]]». Παράλληλα με το επίθ. [[ἀμαυρός]] απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. [[μαύρος]] ή [[μαυρός]], που [[είναι]] πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. <i>μαυρῶ</i> (-<i>όω</i>) «[[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, [[μαυρίζω]]». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. [[μαῦρος]] δηλώνει ένα συγκεκριμένο [[χρώμα]]. Το ρ. <i>μαυρῶ</i> [[πρέπει]] να προήλθε από το <i>ἀμαυρῶ</i> με σίγηση του αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀμαυρός]] [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το επίθ. [[ἀμυδρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμαυρότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμαυρίσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαυρόβιος]], [[ἀμαυροφανής]].
|mltxt=[[ἀμαυρός]], -ά, -όν (AM)<br />[[θαμπός]], [[σκοτεινός]]<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδέτερο ως [[επίρρημα]]) <i>ἀμαυρόν</i> αδύναμα, εξασθενημένα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται με [[δυσκολία]], [[θαμπός]], [[αμυδρός]], [[σκιώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέγγει [[θαμπά]], [[σκοτεινός]], [[θαμπός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, [[σκοτεινός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[τυφλός]], [[αόμματος]]<br /><b>5.</b> (για ήχους) [[ελαφρός]], [[αμυδρός]], [[ασθενικός]]<br /><b>6.</b> [[ασαφής]], [[αβέβαιος]]<br /><b>7.</b> [[άσημος]], [[αφανής]], [[άγνωστος]]<br /><b>8.</b> [[μελαγχολικός]], [[ταραγμένος]], [[ανήσυχος]], συγκεχυμένος<br /><b>9.</b> (με ενεργητική [[σημασία]]) ([[αρρώστια]]) που αδυνατίζει, που εξασθενεί<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀμαυρά</i> και <i>ἀμαυρῶς</i><br />αδύναμα, αμυδρά, θολά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Επίθετο που <i>απαντά για</i> πρώτη [[φορά]] στην [[Οδύσσεια]] ως [[χαρακτηρισμός]] οπτασίας, φαντάσματος, με τη [[σημασία]] «[[σκοτεινός]], [[δυσδιάκριτος]]». Στη [[Σαπφώ]] το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά [[επίσης]] ως επίθ. της νύχτας, ως [[χαρακτηρισμός]] βλέμματος και γενικά έχει τη [[σημασία]] «ελάχιστα [[ορατός]], [[σκοτεινός]], [[θαμπός]], [[αμυδρός]], [[σκιώδης]]» [[χωρίς]] να δηλώνει ένα συγκεκριμένο [[χρώμα]]. Από το επίθ. [[ἀμαυρός]] προήλθε ο [[ρηματικός]] τ. <i>ἀμαυρῶ</i> «[[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, [[επισκιάζω]], [[μειώνω]], [[εξαλείφω]]». Παράλληλα με το επίθ. [[ἀμαυρός]] απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. [[μαύρος]] ή [[μαυρός]], που [[είναι]] πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. <i>μαυρῶ</i> (-<i>όω</i>) «[[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, [[μαυρίζω]]». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. [[μαῦρος]] δηλώνει ένα συγκεκριμένο [[χρώμα]]. Το ρ. <i>μαυρῶ</i> [[πρέπει]] να προήλθε από το <i>ἀμαυρῶ</i> με σίγηση του αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. [[ἀμαυρός]] [[είναι]] άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το επίθ. [[ἀμυδρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀμαυρότης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμαυρίσκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμαυρόβιος]], [[ἀμαυροφανής]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμαυρός, -ά, -όν (AM)
θαμπός, σκοτεινός
μσν.
(το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης
2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός
3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, σκοτεινός
4. (για πρόσωπα) τυφλός, αόμματος
5. (για ήχους) ελαφρός, αμυδρός, ασθενικός
6. ασαφής, αβέβαιος
7. άσημος, αφανής, άγνωστος
8. μελαγχολικός, ταραγμένος, ανήσυχος, συγκεχυμένος
9. (με ενεργητική σημασία) (αρρώστια) που αδυνατίζει, που εξασθενεί
10. επίρρ. ἀμαυρά και ἀμαυρῶς
αδύναμα, αμυδρά, θολά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Επίθετο που απαντά για πρώτη φορά στην Οδύσσεια ως χαρακτηρισμός οπτασίας, φαντάσματος, με τη σημασία «σκοτεινός, δυσδιάκριτος». Στη Σαπφώ το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά επίσης ως επίθ. της νύχτας, ως χαρακτηρισμός βλέμματος και γενικά έχει τη σημασία «ελάχιστα ορατός, σκοτεινός, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης» χωρίς να δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Από το επίθ. ἀμαυρός προήλθε ο ρηματικός τ. ἀμαυρῶ «κάνω κάτι σκοτεινό, επισκιάζω, μειώνω, εξαλείφω». Παράλληλα με το επίθ. ἀμαυρός απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. μαύρος ή μαυρός, που είναι πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. μαυρῶ (-όω) «κάνω κάτι σκοτεινό, μαυρίζω». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. μαῦρος δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Το ρ. μαυρῶ πρέπει να προήλθε από το ἀμαυρῶ με σίγηση του αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. ἀμαυρός είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το επίθ. ἀμυδρός.
ΠΑΡ. ἀμαυρότης
αρχ.
ἀμαυρίσκω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαυρόβιος, ἀμαυροφανής.